Μετά τη συρρίκνωση του ΑΕΠ της κατά 27,8% μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2007 και του τρίτου τριμήνου του 2015, η ελληνική οικονομία σταθεροποιήθηκε, πετυχαίνοντας ρυθμούς ανάπτυξης στην περιοχή του 2%. Αν και ο ρυθμός αυτός είναι ο ταχύτερος ρυθμός από το 2007, η ελληνική οικονομία παραμένει ακόμη περίπου 25% χαμηλότερα από την κορυφή πριν από την κρίση.
Οι προβλέψεις του consensus του μέσου όρου των εκτιμήσεων των οικονομολόγων επενδυτικών τραπεζών και διεθνών οργανισμών κυμαίνονται μάλιστα στο 1,9% το 2019 και στο 1,8% το 2020, έναντι π.χ. 1,4% και 1,5% αντίστοιχα της Citigroup ή 2,2% εφέτος και 2,4% το 2020 που αναμένει η S&P, η οποία υπολογίζει τον μέσο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2022 στο 2,4% χάρη στην ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης και των σταθερών επιδόσεων στις εξαγωγές.
Οι διαφορές στις προβλέψεις σχετίζονται με το ότι η πραγματική πορεία της ανάπτυξης στη χώρα τα επόμενα χρόνια θα εξαρτηθεί από τη δυναμική που θα αναπτύξει, κάτι που εξαρτάται κύρια από τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και από την προσέλκυση διεθνών κεφαλαίων.
Για την S&P η ενίσχυση της ανάκαμψης θα μπορούσε να προέλθει από τη συνέχιση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών και την πλήρη κατάργηση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, σημειώνοντας πως αν υπάρξει αντιστροφή των προηγούμενων μεταρρυθμίσεων ή αν η ανάπτυξη είναι πιο αδύναμη του αναμενομένου, τότε τα πράγματα δεν θα εξελιχθούν καλά.
Σήμερα, για τη Citigroup, η ανάπτυξη προέρχεται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές (κυρίως τις εισπράξεις από τον τουρισμό) και τις επενδύσεις με βοήθεια των κονδυλίων της ΕΕ.
Η ιδιωτική κατανάλωση δεν υπερβαίνει το 1% σε ετήσια βάση και δεν αναμένεται να επιταχυνθεί, καθώς ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται (κατά περίπου 0,4% ετησίως), το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρνητικό και η τραπεζική πίστωση συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Παρά τις σημαντικές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες και μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση, η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών βελτιώθηκε λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Η εγχώρια αποταμίευση είναι ανεπαρκής για να καλύψει τις επενδυτικές ανάγκες της οικονομίας, αφού οι πραγματικές επενδύσεις μειώθηκαν κατά 65%.
Την ώρα που η δυνητική ανάπτυξη παραμένει χαμηλή, λόγω των ισχνών δημογραφικών τάσεων, τα «κόκκινα» δάνεια είναι στο ζενίθ.
Η οικονομία λοιπόν παραμένει εξαρτώμενη από τις διακυμάνσεις της εμπιστοσύνης των ξένων επενδυτών και τις ροές των διεθνών κεφαλαίων, οι οποίες πάντως σήμερα δεν επαρκούν για να καλύψουν τις πληγές της κρίσης. Οσο πιο γρήγορα η χώρα γίνει πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα προσελκύοντας (τα αναγκαία όπως εκτιμάται) 100 δισ. ευρώ, τόσο πιο γρήγορα θα βγούμε από τη στενωπό.