«Τα σπίτια φυτρώνουν κι αυτά σαν τα λουλούδια, μαραίνονται κι αυτά, με τα χρόνια, σαν τα λουλούδια». Ετσι αρχίζει ένα κείμενο της Λίνας Νικολακοπούλου, λέγεται «Τα σπίτια», το αναγιγνώσκει η ίδια και μπορείτε να την ακούσετε στο YouTube. Αξίζει. Προκύπτει ωστόσο ένα ζήτημα με το δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού της. Διότι υπάρχουν και «επίμονοι κηπουροί» που φροντίζουν να μένουν τα σπίτια πάντα ανθισμένα. Αυτό απέδειξε η «Βιογραφία του Πατρογονικού», μια παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας, η οποία, αφού παρουσιάστηκε σε Καβάλα και Θεσσαλονίκη, φιλοξενήθηκε και στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης – δυστυχώς για δύο μέρες μόνο.
«Δυστυχώς», διότι παρακολουθώντας τη δραματοποιημένη ιστορία ενός από τα λιγοστά εναπομείναντα νεοκλασικά στη συνοικία του Αγίου Ιωάννη στην Καβάλα δυσκολευόσουν πολύ να μην παραδοθείς στη συγκίνηση. Το θεατρικό διαμαντάκι που σκηνοθέτησε ο Θοδωρής Γκόνης βασίζεται σε αληθινά γεγονότα: στο ομώνυμο βιβλίο (εκδ. Καπόν) της Μάγκυς Κριθαρέλλη, εγγονής του Χρήστου Παπανικολάου, δεύτερου ιδιοκτήτη της οικίας που βρίσκεται, ακόμη και σήμερα, περιποιημένη και ακμαία, στην οδό Βύρωνος 5Α. Στις σελίδες του η συγγραφέας διηγείται την ιστορία του πατρικού της, των ανθρώπων που το έχτισαν και το κατοίκησαν. Κατασκευάστηκε το 1903 σε μια γειτονιά όπου κάποτε όλες οι οικογένειες είχαν και ένα μπαλκόνι με θέα τη θάλασσα. Τρία αδέλφια από το Σούλι που γλίτωσαν από τους Τούρκους μετοίκησαν στο Πράβι, την τωρινή Ελευθερούπολη, δένοντας την τύχη τους με το καπνεμπόριο. Ο ένας αποδείχθηκε άσος στις δοσοληψίες πάνω και κάτω από το τραπέζι, πλούτισε και κατέληξε ιδιοκτήτης ενός διώροφου σε καλή περιοχή της Καβάλας, το οποίο πούλησε το 1936.
Η παράσταση, λιτά και εύστοχα, με χιούμορ και με σοβαρότητα, με προβολές φωτογραφιών, ηχητικά ντοκουμέντα, αναφορές σε ιστορικά κειμήλια, οικογενειακά και δημόσια αρχεία, ζωντανεύει προσωπικές εμπειρίες όσων έζησαν στις κάμαρες του «Πατρογονικού» με φόντο πολυάριθμες πτυχές της ταραγμένης ιστορίας της Βόρειας Ελλάδας. Το 116 ετών σπίτι έχει γίνει μάρτυρας της ακμής και της παρακμής του καπνεμπορίου, δύο Παγκοσμίων Πολέμων, δύο βουλγαρικών κατοχών. Από το κατώφλι του πέρασαν άνθρωποι που πέθαναν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Κίτσεβο ή που βασανίστηκαν στη Μακρόνησο. Το παλιό ραδιόφωνό του μετέδωσε σημαντικές ειδήσεις, το πικάπ που έπαιζε Φρανσουάζ Αρντί, στο πλυσταριό τα ρούχα «μαγειρεύονταν» σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Τοίχοι, έπιπλα και συσκευές μαρτυρούν πώς με το πέρασμα του χρόνου το νοικοκυριό εκσυγχρονιζόταν και εξελισσόταν καθώς αφομοίωνε πάσης φύσεως νεωτερισμούς.
Η παραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας υπηρετεί και μία άλλη χρησιμότητα, αφού αποτελεί υπόδειγμα τού τι πρέπει να κάνουν τα Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα αν θέλουν να κεντρίζουν το ενδιαφέρον του κοινού αντί να ανεβάζουν μέτριους «Ρωμαίους και Ιουλιέτες» ή «Γυάλινους κόσμους». Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις έχουν αμέτρητες ιστορίες να μας πουν. Ας τις ακούσουμε.