Η «κεντροαριστερή» σύναξη για το Μακεδονικό στο Μέγαρο Μουσικής ήταν ένας ακόμη «ογκόλιθος» στην προσπάθεια που κάνουν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του όχι για να επιλύσουν αυτό το μείζον εθνικό ζήτημα, αλλά για να κυριαρχήσουν στον χώρο που μέχρι πρότινος απαξίωναν: αυτόν της σοσιαλδημοκρατίας και της Κεντροαριστεράς. Αυτό που πρέπει να προβληματίσει όλους, παρά την υποστήριξή τους στην ανάγκη ενός αμοιβαίου συμβιβασμού – που όντως εξασφαλίζει η Συμφωνία των Πρεσπών -, είναι η εργαλειοποίηση του ζητήματος. Ο Πρωθυπουργός δεν ενδιαφέρεται να επιλύσει το Μακεδονικό, ενδιαφέρεται να το χρησιμοποιήσει για ίδιον στενό κομματικό συμφέρον. Για να αλώσει τον χώρο της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα και για να «εξαπατήσει» την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Βεβαίως οι αντιδράσεις για τη γλώσσα και την ιθαγένεια μαρτυρούν όντως μια κοινωνία φοβική έναντι των ανοικτών κοινωνιών. Οι ανοικτές κοινωνίες δεν φοβούνται ούτε για τη γλώσσα τους, ούτε για την ταυτότητά τους. Κάνουν ό,τι μπορούν για να αναδείξουν τη δική τους ταυτότητα και όχι για να αρνηθούν την όποια ταυτότητα προβάλλουν οι άλλοι. Η λύση όμως του Μακεδονικού τώρα, με τον τρόπο που το θέτει η κυβέρνηση, συμβάλλει στην περαιτέρω εργαλειοποίηση της δημοκρατίας. Και κάτι τέτοιο είναι πολύ χειρότερο από τη μη υπερψήφιση της Συμφωνίας.
Αυτή η εργαλειοποίηση, συνοδευόμενη με μετακινήσεις από εδώ και από εκεί, ξεπερνά κατά πολύ το κατά πόσο θα λυθεί το Μακεδονικό ή ακόμη και το κατά πόσο θα επικρατήσουν ή όχι στον χώρο της Κεντροαριστεράς ο ΣΥΡΙΖΑ και οι προοδευτικοί φίλοι του. Το πρόβλημα αφορά ένα άλλο πολύ σοβαρότερο φαινόμενο. Συνδέεται με την αποϊδεολογικοποίηση των σημερινών κομμάτων. Αυτή η αποϊδεολογικοποίηση διευκολύνει πολιτικούς σαν τον κ. Τσίπρα να ακολουθούν οβιδιακές μεταμορφώσεις, οι οποίες όμως θεωρούνται ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό. Ο κ. Τσίπρας δεν λειτουργεί ούτε ως αριστερός ούτε ως δεξιός, ούτε καν ως λαϊκιστής, θα έλεγα. Λειτουργεί ως πρόεδρος ενός αποϊδεολογικοποιημένου συνασπισμού εξουσίας που το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η κατοχή και η νομή της εξουσίας.
Το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό. Η απουσία πραγματικών και όχι τεχνητών διαχωριστικών γραμμών, ο ανταγωνισμός για ψήφους μεταξύ κομμάτων με ελάχιστες προγραμματικές και ιδεολογικές διαφορές, η παντοδυναμία των ΜΜΕ της «ενημερωδιασκέδασης», το βαθύ Διαδίκτυο, η απουσία μια σταθερής εκλογικής δεξαμενής, η ρευστή ψήφος που οδηγεί τα κόμματα στο να αναζητούν τεχνικές προσέλκυσης ψηφοφόρων και όχι νέες ιδέες και νέα στελέχη, ο χαρακτήρας των προεκλογικών εκστρατειών, οδηγούν στο περίφημο φαινόμενο της ισχυροποίησης των προέδρων στα κόμματα. Αυτή προσφέρεται ως αντιβιοτικό στον ιό της αποπολιτικοποίησης και της αποϊδεολογικοποίησής τους. Ολα αυτά οδηγούν σ’ ένα μοντέλο όπου οι επικεφαλής των κομμάτων με έναν στενό πυρήνα συνεργατών τους (core executive), μαζί με ανθρώπους «χωρίς ιδιότητες», τους πολιτικούς συμβούλους επικοινωνίας τους (spin doctors) διαχειρίζονται «πολιτικές» χωρίς ίχνος πολιτικής. Εκεί πάντα μπορούν να παρεισφρήσουν «οι επιτήδειοι».
Αν οι ηγέτες είναι χαρισματικοί έχει – κάπως – καλώς για το κόμμα τους. Και ο κ. Τσίπρας όντως είναι χαρισματικός, γιατί ανακάλυψε μια φλέβα στην ελληνική κοινωνία που αφορά την πολιτισμική αποδοχή θεωριών που βλέπουν την πολιτική ως τη σφαίρα που διακρίνεται ο εχθρός από τον φίλο. Εχθροπάθεια και όχι συγκατάβαση και αυτοσυγκράτηση είναι τα μείζονα χαρακτηριστικά μιας «κοινωνίας της αγένειας» που βλέπει σε πολιτικούς σαν τον κ. Τσίπρα τον εαυτό της και ακκίζεται. Αυτή την πολιτισμική στάση εκμεταλλεύεται ο Πρωθυπουργός, χθες με το «όχι» στη νομενκλατούρα των Βρυξελλών, σήμερα με τη δήθεν σοσιαλδημοκρατικοποίηση και δεν ξέρω αύριο με τι. Να γιατί αντέχει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αμεσα συνδεδεμένο με το ζήτημα της αποϊδεολογικοποιημένης προεδροποίησης των κομμάτων είναι και οι μετακινήσεις από το ένα κόμμα στο άλλο. Οι χαρισματικοί ηγέτες τέτοιων κόμματων χρειάζονται πάντα «νέο αίμα» να τους στηρίζει. Ενώ οι μη χαρισματικοί φοβούνται όποιον φαίνεται να έχει αυτό το κάτι άλλο σε ιδέες, γνωσιακές αποσκευές και ανθρώπους που οι ίδιοι δεν έχουν. Μακριά από μένα η αντιπολιτική γενίκευση πως όλοι οι μεταγραφόμενοι παντού και πάντα είναι «καιροσκόποι». Είναι άλλο πράγμα οι μετακινήσεις εντός της ίδιας πολιτικής οικογένειας όταν δεν έχουν συγκυριακό αλλά μακροπρόθεσμο ενωτικό στόχο και όταν δεν διεκδικούν βουλευτοποίηση και άλλο όταν γίνονται από τη μια οικογένεια σε άλλη μόνο και μόνο για να εξασφαλίσουν μιας συγκυριακή βουλευτοποίηση. Τότε επιτείνουν την κρίση νομιμοποίησης της Δημοκρατίας.
Ο αποϊδεολογικοποιημένος ΣΥΡΙΖΑ μετά και την ψήφο εμπιστοσύνης διαμορφώνει μια νέα ετερόκλητη πλειοψηφία, κυρίως γι’ αυτό που θέλει να πετύχει μετά τις εκλογές. Αλλά η αντιπολίτευση δεν είναι σε θέση να απαντήσει καταλλήλως. Η ΝΔ στο Μακεδονικό – και όχι μόνο – για να διατηρήσει τη συνοχή της εγκαταλείπει τις φιλελεύθερες αρχές του αρχηγού της για χάρη αντανακλαστικών κλειστών φοβικών κοινωνιών. Το ίδιο όσον αφορά το Μακεδονικό κάνει και το ΚΙΝΑΛ. Ετσι στο ΚΙΝΑΛ, που παραμένει χωρίς εσωκομματικές δημοκρατικές διαδικασίες, με διορισμένα όργανα, αλληλοεκβιάζονται. Το Ποτάμι πάλι πνίγεται στα ίδια του τα νερά, του αρχικού αρχηγοκεντρικού χαρακτήρα του.
Δυστυχώς, με τα σημερινά δεδομένα ΝΔ και ΚΙΝΑΛ δεν μπορούν να αλλάξουν θέση και έστω και την ύστατη στιγμή και να αποφασίσουν να ακούσουν τη φωνή των ανοικτών, με εμπιστοσύνη στον εαυτό τους κοινωνιών, ακυρώνοντας έτσι την εργαλειοποίηση που επιδιώκει ο Πρωθυπουργός. Ομως κάθε υπερψήφιση μεμονωμένων βουλευτών ή μόνο του Ποταμιού θα ενισχύσει αυτή την εργαλειοποίηση. Βεβαίως ΝΔ και ΚΙΝΑΛ στην επόμενη Βουλή οφείλουν να εγκαταλείψουν τις σημερινές εθνικιστικο-νατιβιστικές τους θέσεις και να στηρίξουν τη Συμφωνία.
Τελικά, όπου τα απλουστευτικά συνθήματα – «εμείς ή οι άλλοι», «πρόοδος ή νεοφιλελευθερισμός» – υποκαθιστούν την κοινωνική ανάλυση, εκεί, όπως υποστηρίζει ο Ευάγγελος Βενιζέλος («Η Δημοκρατία μεταξύ συγκυρίας και Ιστορίας», Πατάκης), η Δημοκρατία δεν ενώνει τον μακρύ ιστορικό χρόνο με τη συγκυρία. Βυθίζεται στη συγκυρία. Δυστυχώς.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.