Μπορεί η πολιτική και κοινωνική ζωή να είναι επικεντρωμένη γύρω από το θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών, αλλά δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η χώρα. Γιατί τα μνημόνια μπορεί να τελείωσαν θεωρητικά,αλλά η επιτήρηση παραμένει. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από εδώ και πέρα έχει το ελευθέρας να νομοθετεί, όπως νομίζει όμως η πραγματικότητα την διαψεύδει.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το θέμα του κατώτατου μισθού που βρέθηκε χθες στο επίκεντρο των συζητήσεων των εκπροσώπων των θεσμών και του υπουργείου Εργασίας. Είναι σαφές από τις συζητήσεις που έχουν γίνει ως τώρα ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών δεν ήρθαν για περίπατο, όπως έγινε την τελευταία φορά. Εξετάζουν εξονυχιστικά τα στοιχεία για την πορεία της οικονομίας, προκειμένου να υποβάλλουν την έκθεση τους που θα διαμορφώσει το κλίμα στις αγορές,αλλά θα επιτρέψει και την εκταμίευση των 700 εκατ. περίπου από τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα.
Το μεγάλο θέμα φυσικά είναι οι τράπεζες και τα κόκκινα δάνεια. Ενα θέμα που συνδέεται ευθέως με το όριο προστασίας της πρώτης κατοικίας και τις διαφορετικές εκτιμήσεις που έχουν κυβέρνηση, τραπεζίτες και εκπρόσωποι των θεσμών. Είναι προφανές ότι η επόμενη μέρα δεν θα είναι ρόδινη, όπως θέλει να υποστηρίζει το κυβερνητικό επιτελείο. Η οικονομία έχει μακρύ δρόμο μπροστά της για να αποκτήσει υγιείς ρυθμούς ανάπτυξης και να δημιουργήσει ικανοποιητικά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Με την πολιτική ζωή όμως παγιδευμένη στην πόλωση και το διχασμό, η ουσιαστική αντιπαράθεση για το αύριο της χώρας, έχει υποταχθεί στο παιγνίδι των καιροσκοπικών κομματικών σκοπιμοτήτων. Δεν υπάρχει όμως ούτε η πολυτέλεια του εφησυχασμού, ούτε πολύ περισσότερο της αδιαφορίας. Στο πεδίο της οικονομίας, είτε βολεύει ορισμένους είτε όχι θα κριθεί το μέλλον της χώρας.