Γεωπολιτικές και πολιτικές εξελίξεις, εμπορικός προστατευτισμός, Brexit, αναστάτωση και έντονη μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές ενισχύουν τα ρίσκα και κατ’ επέκταση τους καθοδικούς κινδύνους για τις προοπτικές της ανάπτυξης στην ευρωζώνη, προειδοποίησε ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, τονίζοντας ότι η κεντρική ευρωτράπεζα παρακολουθεί στενά και αξιολογεί τις εξελίξεις, παραμένοντας σε ετοιμότητα και έχοντας ακόμη στη διάθεσή της όλα τα «όπλα», προαναγγέλλοντας στην ουσία την ανανέωση των προβλέψεων τον Μάρτιο.
Το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ομόφωνα συμφώνησε στις αιτίες της διαφαινόμενης επιβράδυνσης της οικονομίας. Συγκεκριμένα, οι κεντρικοί τραπεζίτες απέδωσαν την εξέλιξη αυτή κατά κύριο λόγο στο εξωτερικό περιβάλλον της ευρωζώνης και συγκεκριμένα στην αβεβαιότητα που επικρατεί σε ΗΠΑ μετά τη στάση πληρωμών, στην επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης στην Κίνα, καθώς και στις παρενέργειες από το κύμα προστατευτισμού που έχει επικρατήσει στο διεθνές εμπόριο.
Παράλληλα, αρνητικά έχει επιδράσει το πολιτικό κλίμα που έχει διαμορφωθεί σε ορισμένες χώρες της ΕΕ (χωρίς να τις κατονομάσει) και η κατάσταση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας.
Σε κάθε περίπτωση ο πρόεδρος της ΕΚΤ επεσήμανε ότι η Κεντρική Τράπεζα διαθέτει ακόμη το αναγκαίο οπλοστάσιο προκειμένου να παρέμβει σε περίπτωση που τούτο κριθεί αναγκαίο.
Χωρίς ορμή η αναπτυξιακή δυναμική
Τους φόβους, που εκφράζουν όλο και περισσότεροι διεθνείς αναλυτές, μιλώντας ακόμη και για κίνδυνο νέας ύφεσης στην ευρωζώνη, ενισχύει το γεγονός ότι, όπως παραδέχθηκε ο Μάριο Ντράγκι, βάσει των οικονομικών στοιχείων, σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο η αναπτυξιακή δυναμική της Ευρωζώνης είναι πιο αδύναμη απ’ ό,τι αναμενόταν.
Όπως υπογράμμισε, τα οικονομικά στοιχεία αντανακλούν την πιο αδύναμη εξωτερική ζήτηση.
Όπως ανέφερε ο ίδιος, «οι κίνδυνοι πλέον στην ευρωζώνη δεν είναι μετριασμένοι αλλά ωθούν (σ.σ ανάπτυξη και πληθωρισμό) προς τα κάτω, καθώς τα νέα οικονομικά δεδομένα είναι ολοένα και πιο αδύναμα».
Καθησύχασε, ωστόσο, πως η πιθανότατα ύφεσης παραμένει χαμηλή.
Διαβεβαίωσε δε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει την ίδια χαλαρή νομισματική πολιτική για όσο καιρό κριθεί απαραίτητο. Ειδικότερα όσον αφορά στα επιτόκια η ΕΚΤ προτίθεται να τα κρατήσει αμετάβλητα τουλάχιστον μέχρι το καλοκαίρι του 2019.
«Αξιολογούμε ακόμα τις συνθήκες και η σημερινή συνεδρίαση επικεντρώθηκε στην αξιολόγηση και όχι στη λήψη αποφάσεων. Εφόσον διαπιστωθεί ότι η αβεβαιότητα διατηρείται και εντείνεται θα λάβουμε αποφάσεις. Έχουμε ακόμα στη διάθεση μας όλα τα εργαλεία» επισήμανε ο Μάριο Ντράγκι.
Δεδομένων των οικονομικών στοιχείων, σημείωσε, η ΕΚΤ θεωρεί πως παραμένει απαραίτητη η διατήρηση μιας ισχυρής νομισματικής τόνωσης, ώστε να στηριχτούν οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές και ο πληθωρισμός.
Ο κ. Ντράγκι επανέλαβε πως ο υποκείμενος πληθωρισμός αναμένεται να αυξηθεί μακροπρόθεσμα, στηριζόμενος από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση των μισθών. Όπως επισήμανε οι αγορές εργασίας στις περισσότερες χώρες της Ευρωζώνης παραμένουν ισχυρές και συνεχίζονται οι μισθολογικές αυξήσεις κάτι που αναμένεται να δώσει ώθηση στον πληθωρισμό σε βάθος χρόνου.
«Αυτό συμβαίνει κυρίως στις χώρες του κέντρου όπου υπάρχει μικρή ανεργία και σταδιακά θα επεκταθεί και σε άλλες χώρες», εκτίμησε.
Όσον αφορά το ενδεχόμενο έναρξης ενός νέου γύρου χορήγησης φθηνών δανείων στις τράπεζες (TLTRO), ο κεντρικός τραπεζίτης ανέφερε πως δεν έχει ληφθεί ακόμα κάποια απόφαση. Επισήμανε, ωστόσο, πως το πρόγραμμα των TLTRO ήταν πολύ χρήσιμο για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ σημείωσε εξάλλου ότι η κεντρική τράπεζα συνεχίζει να εφαρμόζει διευκολυντική νομισματική πολιτική, παρά τη λήξη του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης τον Δεκέμβριο, ενώ θα επαναξιολογήσει τη στρατηγική της τον Μάρτιο όταν θα έχει στη διάθεση της και τις τελευταίες προβολές των εμπειρογνωμόνων για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ κάλεσε παράλληλα την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και όλα τα κράτη μέλη να λάβουν αποφασιστικά μέτρα για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης και της ένωσης κεφαλαιαγορών.
Επανέλαβε παράλληλα ότι είναι απαραίτητο να επιταχυνθεί σημαντικά η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στις χώρες της ευρωζώνης.