Έφθασε – ως φαίνεται – η ώρα των κλήσεων πολιτικών προσώπων ως υπόπτων, για ανωμοτί καταθέσεις ενώπιον της Εισαγγελίας Διαφθοράς, στο πλαίσιο της Novartis, με τις διώξεις για δωροδοκία για κάποια από αυτά – αποκλειστικά βάσει καταθέσεων από προστατευόμενους μάρτυρες και έγγραφα – να παρουσιάζονται κυριολεκτικά ante portas.
Η υπόθεση είναι τόσο φορτισμένη πολιτικά, που έχει προκαλέσει πανικό στον κόσμο της Δικαιοσύνης, ως προς το κόστος τυχόν χειρισμών, και πραγματικό εμφύλιο πόλεμο, με αιχμή του δόρατος τη συνάντηση των ελληνικών εισαγγελικών αρχών με τις αμερικανούς, στη Βιέννη, και την παραίτηση του αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή από τη θέση του εποπτεύοντος την Εισαγγελία Διαφθοράς.
Ανώτατες εισαγγελικές πηγές διαβεβαιώνουν ότι ο χρόνος μετράει πλέον αντίστροφα για την ολοκλήρωση της υπόθεσης Novartis (οι πλέον αισιόδοξοι τολμούν και προβλέπουν εξελίξεις κατά τις προσεχείς εβδομάδες, εν αναμονή και των πορισμάτων που ετοιμάζουν οι οικονομικοί εμπειρογνώμονες για λογαριασμούς στις ελληνικές τράπεζες – χωρίς μέχρι στιγμής να υπάρχουν οικονομικής φύσεως ενοχοποιητικά στοιχεία), με κύριο μέλημα «οι διώξεις να μη συμπέσουν με τον χρόνο διεξαγωγής των εκλογών», και πιθανότερες περιόδους εκκαθάρισης, τα έτη 2010 – 2012 ή τα έτη 2009 – 2013.
Οι ίδιες πηγές καθιστούν σαφές, δε, ότι η αποχώρηση Αγγελή, βάσει και της αναφοράς που έχει υποβάλει ο τελευταίος στην εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου, συνοδεύεται από ευθείες βολές κατά της Εισαγγελίας Διαφθοράς, υπό την Ελένη Τουλουπάκη. Το αρχικό δημοσίευμα της εφημερίδας «Δημοκρατία», περί άρνησης παραλαβής στοιχείων για τραπεζικούς λογαριασμούς εμπλεκομένου υπουργού, θεωρείται – βάσει πάντα της αναφοράς Αγγελή – όχι μόνον ως μύθευμα, αλλά και ως μεθόδευση για τη στοχοποίησή του, αφού κατά τη συνάντηση «είμασταν μόνον εμείς οι τέσσερις» – εννοεί από ελληνικής πλευράς, τον ίδιο, την κυρία Τουλουπάκη, και τους επίκουρους εισαγγελείς Χρήστο Ντζούρα και Στέλιο Μανώλη (από αμερικανικής ήταν δυο ερευνητές του FBI) -, «και πάντως δε μίλησα εγώ».
Αίσθηση προκαλεί η επιβεβαίωση των πληροφοριών που θέλουν τον κ. Αγγελή οργισμένο για τον ρόλο που του αποδίδει το δημοσίευμα (σσ : να μπλοκάρει δηλαδή την έρευνα για τη Novartis), και τον ίδιο να μουρμουρίζει στους διαδρόμους του Αρείου Πάγου «δεν θα πάω εγώ φυλακή». Στην αναφορά του, ο κ. Αγγελής φέρεται να διαψεύδει πλήρως ότι επιχειρήθηκε να δοθεί «στικάκι» με στοιχεία από το FBI, διευκρινίζοντας ότι έγινε σχετική, προφορική συζήτηση μισής ώρας (χωρίς να φωτίζεται το περιεχόμενο της), πλην όμως αόριστη, χωρίς στοιχεία απτά και συγκεκριμένα. Ο ίδιος ήταν άλλωστε εξαρχής αντίθετος προς τις πάσης φύσεως άτυπες συναντήσεις, προκρίνοντας τις επαφές υπό την αιγίδα της Eurojust, επισημαίνεται.
Οι ίδιες πηγές αποκαλύπτουν ότι ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου είχε έλθει προ πολλού σε ρήξη με την Εισαγγελία Διαφθοράς για στρατηγικές και δικονομικές προσεγγίσεις, έχοντας ήδη – και μεταξύ άλλων – συντάξει έγγραφο, με το οποίο τονίζει την αναγκαιότητα των ανωμοτί καταθέσεων, ως προς τους υπόπτους, μονοπάτι που λέγεται ότι και θα ακολουθηθεί τελικά στην υπόθεση. Στην αναφορά του, δε διστάζει να της καταλογίσει και αδικαιολόγητες καθυστερήσεις σε άλλη υπόθεση, πέραν της Novartis.
Ιδιαίτερη αξία έχει, προφανώς, ότι ο αντεισαγγελέας κάνει αναφορά στο τετρασέλιδο έγγραφο του και στο όνομα του Νίκου Μανιαδάκη, πρώην προστατευόμενου μάρτυρα και νυν κατηγορούμενου στην υπόθεση, χωρίς ωστόσο να είναι προς το παρόν ευκρινές αν διατυπώνει αιχμή για τον χειρισμό του σκέλους αυτού της υπόθεσης.
Σε κάθε περίπτωση, ο Άρειος Πάγος βρίσκεται ακόμη στα απόνερα του ταξιδιού στην Αυστρία, καθώς διενεργείται πειθαρχική προκαταρκτική ως προς το τι ακριβώς συνέβη, σε συνδυασμό με δημοσιεύματα και ασφαλώς με την αναφορά Αγγελή, από αντεισαγγελέα του ανώτατου δικαστηρίου, ενώπιον του οποίου θα περάσουν όλοι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση σε βιεννέζικο ξενοδοχείο.