«Η πολιτική συκοφάντηση της άλλης άποψης, η πρακτορολογία, η δημιουργία εχθρών έξω και μέσα στη χώρα, η μηδενική ανοχή της σάτιρας, ο αυταρχισμός, οι ακραίες κοινοβουλευτικές συμπεριφορές, η οικοδόμηση ενός σκληρά κομματικού κράτους, η εκτροπή σε φαλκίδευση των δημοκρατικών κανόνων διά πράξεων νομοθετικού περιεχομένου (που προκάλεσε την απαξιωτική παρέμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης), η διαβεβαίωση του υπουργού Αμυνας, ενώπιον του ανέκφραστου Πρωθυπουργού, πως «οι Ενοπλες Δυνάμεις διασφαλίζουν τη σταθερότητα στο εσωτερικό της χώρας», μας επιστρέφουν στις πιο σκοτεινές εποχές της σύγχρονης ιστορίας μας».
Δεν τα λέω εγώ, τα έλεγε τον Ιούλιο του 2015 ο Σπύρος Δανέλλης. Ο οποίος επτά μήνες αργότερα προσέθετε και τα εξής:
«Η επτάμηνη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε το αποτέλεσμα της εξαργύρωσης αυτού του γεμάτου αυταπάτες και υπεραπλουστεύσεις τρόπου προσέγγισης της πραγματικότητας. Μεγάλο μέρος των ελλήνων πολιτών αρνήθηκε να αντιληφθεί ακόμη και τα πλέον βασικά, ότι δηλαδή η κρίση έφερε τα μνημόνια και όχι το αντίστροφο. Φαντασιώσεις, εύκολες προσεγγίσεις, αφελείς απλουστεύσεις, αποστροφή για ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις και ένα εκρηκτικό εθνολαϊκιστικό μείγμα, όπως αποκρυσταλλώθηκε από τον κυβερνητικό συνασπισμό ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, πασπαλισμένο με κάμποσες δόσεις «ανάδελφου κατατρεγμένου έθνους» και προκλητικής αδιαφορίας για τις προειδοποιήσεις των «κουτόφραγκων» εταίρων, μας οδήγησαν στο χείλος της αβύσσου».
Προσωπικά δεν θα χρησιμοποιούσα – ούτε χρησιμοποίησα ποτέ – τόσο προκλητικές και απόλυτες εκφράσεις. Ισως επειδή εγώ, που είμαι ερασιτέχνης της πολιτικής, έχω την πολυτέλεια να επιλέγω ένα πιο συγκρατημένο ύφος. Οι επαγγελματίες όμως, όπως ο Σπ. Δανέλλης, που δίνουν και τον τόνο, δεν χρειάζεται να κρατούν προσχήματα, πρέπει να μας λένε την ωμή αλήθεια. Στο παράδειγμά μας όμως η αλήθεια σταδιακά και διολισθαίνοντας άρχισε να μεταλλάσσεται και προϊόντος του χρόνου να μας αποκαλύπτει το άλλο της πρόσωπο με την ίδια απολυτότητα και με τη σχεδόν αυτονόητη κατά τον Σπ. Δανέλλη βεβαιότητα, όπως γινόταν και με τα αντίθετά της: δεν νοείται, λέει τώρα ο Σ.Δ., προοδευτικό μέτωπο χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ. Δηλαδή θα τρελαθούμε. Οχι γιατί δεν έχουμε συνηθίσει την αποκαλούμενη κωλοτούμπα, αλλά γιατί από κοινοβουλευτικούς όπως ο Σ.Δ., που διακρίθηκαν για το πολιτικό τους ήθος και τη συνοδεύουσα αυτό ακεραιότητα, θα περίμενε κανείς τη στοιχειώδη υποστήριξη μιας τόσο κραυγαλέας μεταστροφής. Αλλως μας ταξιδεύουν στη χώρα του οτιδήποτε και στην αυλή του πουθενά.
Να δεχθούμε ότι τίποτα δεν πρέπει πλέον να λαμβάνεται τοις μετρητοίς; Να δεχθούμε ότι μπορούμε απαξάπαντες να λέμε και να ξελέμε και να εκτοξεύουμε ηχηρά ρητορικά σχήματα με την ίδια ευκολία που αλλάζουμε γραβάτες και πουκάμισα; Να δεχθούμε ότι ο καθένας μας είναι απελπιστικά μόνος σ’ αυτή την άχαρη και δυστοπική συχνά πορεία για τη διαχείριση των ερειπίων της (πολιτικής μας) κατάρρευσης; Να δεχθούμε δηλαδή ότι αυτοί που έγραψαν τις πιο σκοτεινές σελίδες της σύγχρονης ιστορίας μας είναι σήμερα ο πιο φωτεινός φάρος για την καταύγαση του τοπίου εν όψει των επερχόμενων εκλογών;
Ανάλογα βέβαια ερωτήματα απευθύνονται, όχι όμως με την ίδια ένταση λόγω των διαφορετικών περιπτώσεων και προσδοκιών, στους Ν. Μπίστη και Ν. Μουζέλη κ.ά., που απ’ ό,τι φαίνεται δέχτηκαν να παραταχθούν μετά των αλλοφύλων για την (ανα)συγκρότηση του ως άνω προοδευτικού μετώπου. Απευθύνονται κατ’ αντιστοιχίαν και στους υποστηρικτές τους από τη λοιπή Κεντροαριστερά που έσπευσαν διαμαρτυρόμενοι για πολιτικό bullying. Εναντίον των «αποστατών» χωρίς να μπουν στον κόπο να συμβάλουν πρώτα σε ένα στοιχειώδες ξεκαθάρισμα της νοηματοδότησης των στάσεων, των συμπεριφορών και κυρίως των όρων, ως θα όφειλαν, απέναντι σε σκεπτόμενους θεατές των διαδραματιζομένων. Πώς γίνεται δηλαδή οι όροι «εθνολαϊκιστής» και «προοδευτικός» να κυκλοφορούν μαζί, «ελεύθεροι», στο ίδιο όχημα και χωρίς περιορισμούς, απειλώντας τη δική μας ασφάλεια και νοημοσύνη;
Και δεν αναφέρομαι καθόλου ούτε στην υπερψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, με την οποία άλλωστε συμφωνώ, ούτε στην ψήφο εμπιστοσύνης η οποία θα μπορούσε να ερμηνευθεί και ως μια έκπτωση υπέρ της προφανούς σκοπιμότητας. Αναφέρομαι σε όλα τα υπόλοιπα. Το ότι δηλαδή πριν από μερικές ημέρες ο Σ.Δ. διαβεβαίωνε «ότι αν άλλαζε κόμμα, θα άφηνε την έδρα του κι ότι συνεχίζει να είναι με το Ποτάμι που περνάει την ωριμότερη πολιτική του περίοδο και δίνει αταλάντευτα τη μάχη του ενάντια στον εθνολαϊκισμό», καθώς κι αυτά που ανάγκαζαν τον εκπρόσωπο Τύπου του Ποταμιού (Δ. Τσιόδρα) να προσφεύγει σε μια ιδιαίτερα σκληρή γλώσσα για να μας θυμίσει για πολλοστή φορά ότι: «Η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ χαρακτηρίζεται από το πρωτοφανές θράσος, τον κυνισμό και την αγάπη της για την εξουσία. Κι όσο βλέπει ότι ο χρόνος παραμονής στην κυβέρνηση μειώνεται, τόσο δείχνει τον χειρότερο εαυτό της. Αποδεικνύει ότι δεν ορρωδεί προ ουδενός, προκειμένου να υπηρετήσει τους σκοπούς της, παραπέμποντας στις χειρότερες στιγμές των ολοκληρωτικών καθεστώτων. Οι εξελίξεις γύρω από τη Novartis είναι άλλη μια απόδειξη». Προφανώς υπερβολές. Σημασία όμως έχει ότι ο Δ. Τσιόδρας, σε αντίθεση με τον Σ.Δ., αυτά που έλεγε τα εννοούσε ανεξαρτήτως του μαγνητικού δυναμικού που δημιουργούν οι σχετικές κινήσεις των πλανητών.
H όψιμη διαφοροποίηση του Σπύρου Δανέλλη δεν είναι δυστυχώς μια λεπτομέρεια. Είναι στοιχείο μιας ευρύτερης διαταραχής η οποία συντονίζεται με τη γενικευόμενη αντίληψη περί της ανυπαρξίας σταθερών πολιτικών φαινοτύπων. Κι αν αυτό ακούγεται περισπούδαστο, να το πούμε απλούστερα: δεν ανοίγει την πόρτα σε καμιά (νέα) Κεντροαριστερά. Αντίθετα, είναι τόσο παλιό, που μας θυμίζει όλο και περισσότερο το μηδέν που είναι μέσα μας, όπως έλεγε κι ο Σαρτρ.
Ο κ. Ηλίας Ευθυμιόπουλος είναι πρώην υφυπουργός, συγγραφέας.