Την αναθεώρηση του άρθρου 36 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα και την τροποποίηση του ορισμού του βιασμού, με βάση την απουσία συναίνεσης στη σεξουαλική πράξη ζητά το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Αμνηστίας ξεκινώντας εκστρατεία για το ζήτημα, καλώντας σε συλλογή υπογραφών για την έκκλησή της προς τον υπουργό Δικαιοσύνης.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει η Διεθνής Αμνηστία, μία στις 20 γυναίκες άνω των 15 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί βιασμό. Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε σύνολο 9 εκατομμυρίων γυναικών, ενώ σημειώνεται ότι μία στις δέκα γυναίκες έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας.
Την ίδια ώρα σε πολλές περιπτώσεις η απόδοση δικαιοσύνης για τις υποθέσεις βιασμού απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Πολλές γυναίκες φοβούνται ή ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια. Άλλες πάλι δεν καταγγέλλουν έναν βιασμό, επειδή φοβούνται τον στιγματισμό και την δημόσια διαπόμπευση.
«Μεταξύ πολλών εμποδίων, οι γυναίκες βρίσκονται αντιμέτωπες με επιβλαβείς νόμους που δεν αναγνωρίζουν την απλή αλήθεια: το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός. Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση», σημειώνει η οργάνωση.
Όπως εξηγεί, ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας, και συγκεκριμένα το άρθρο 336, ορίζει ως βιασμό τη συνουσία η οποία προκύπτει μετά από καταναγκασμό με τη χρήση σωματικής βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Ο ορισμός αυτός αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί βιασμοί γίνονται χωρίς τη χρήση βίας, αλλά και χωρίς να έχει δοθεί ελεύθερη και εκούσια συναίνεση.
Ο ορισμός του βιασμού με βάση τη συναίνεση εφαρμόζεται ήδη σε οκτώ χώρες της Ευρώπης.
Μετά τη συλλογή υπογραφών θα σταλεί γράμμα στον υπουργό Δικαιοσύνης, Μιχάλη Καλογήρου, ζητώντας την αναθεώρηση του άρθρου 336 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα και την τροποποίηση του ορισμού του βιασμού.
Το πλήρες κείμενο της Διεθνούς Αμνηστίας
1 στις 20 γυναίκες άνω των 15 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υποστεί βιασμό – περίπου 9 εκατομμύρια γυναίκες – ενώ 1 στις 10 γυναίκες έχει βιώσει κάποια μορφή σεξουαλικής βίας.
Τα στοιχεία είναι συγκλονιστικά, ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, η απόδοση δικαιοσύνης για τις υποθέσεις βιασμού απέχει πολύ από την πραγματικότητα.
Πολλές γυναίκες φοβούνται ή ντρέπονται να ζητήσουν βοήθεια. Άλλες πάλι δεν καταγγέλλουν έναν βιασμό, επειδή φοβούνται τον στιγματισμό και την δημόσια διαπόμπευση.
Όσες τολμούν να μιλήσουν, κινδυνεύουν να μην γίνουν πιστευτές. Μεταξύ πολλών εμποδίων, βρίσκονται αντιμέτωπες με επιβλαβείς νόμους που δεν αναγνωρίζουν την απλή αλήθεια: το σεξ χωρίς συναίνεση είναι βιασμός.
Η Ελλάδα δεν αποτελεί εξαίρεση.
Ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας, και συγκεκριμένα το άρθρο 336, ορίζει ως βιασμό τη συνουσία η οποία προκύπτει μετά από καταναγκασμό με τη χρήση σωματικής βίας ή την απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου.
Ο ορισμός αυτός αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί βιασμοί γίνονται χωρίς τη χρήση βίας, αλλά και χωρίς να έχει δοθεί ελεύθερη και εκούσια συναίνεση.
Παρά την υπόθεση ότι ένα θύμα βιασμού θα αντιστεκόταν στον δράστη, αντίθετα, το πάγωμα μπροστά στη σεξουαλική επίθεση έχει αναγνωριστεί ως ιδιαίτερα κοινή αντίδραση. Ακόμη περισσότερο, αν μια γυναίκα πράγματι αντισταθεί, κινδυνεύει να το πληρώσει ακόμα και με τη ζωή της.
Επιπλέον, η εκτεταμένη έλλειψη διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων για την έμφυλη βία στην Ελλάδα δυσχεραίνει την κατανόηση της κλίμακας του προβλήματος και την αντιμετώπισή του. Ταυτόχρονα, τα στοιχεία που υπάρχουν δεν παρέχουν τη συνολική εικόνα, εξαιτίας του χαμηλού ποσοστού καταγγελιών.
Ο ορισμός του βιασμού με βάση τη συναίνεση, σε αντίθεση με τον ορισμό που θεμελιώνεται στην άσκηση σωματικής βίας, αναγνωρίζεται επίσης από τα διεθνή πρότυπα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και συγκεκριμένα τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης). Η Σύμβαση, που επικυρώθηκε νομοθετικά από την Ελλάδα τον Μάρτιο του 2018, απαιτεί από όλα τα κράτη να ποινικοποιήσουν κάθε μη συναινετική πράξη σεξουαλικής φύσης.
Η αλλαγή είναι εφικτή.
Ο ορισμός του βιασμού με βάση τη συναίνεση εφαρμόζεται ήδη σε 8 χώρες της Ευρώπης, μετά από κινητοποιήσεις γυναικών, συλλογικοτήτων, οργανώσεων, και της ίδιας της κοινωνίας.
Η αλλαγή της νομοθεσίας δεν θα εξαλείψει τους βιασμούς, αλλά θα αποτελέσει σημαντικό σημείο εκκίνησης ενάντια στην ατιμωρησία του βιασμού και των τραγικών συνεπειών του. Θα αποτελέσει βήμα ενάντια στην κουλτούρα του βιασμού και την κατηγορία του θύματος, ενώ, ταυτόχρονα, θα συμβάλει στην αλλαγή των κοινωνικών και ατομικών συμπεριφορών.