Η γνωστή φράση του Αντόνιο Γκράμσι για το παλιό που αργεί να πεθάνει, το νέο που αργεί να γεννηθεί και το πώς όλα αυτά διαμορφώνουν μια «εποχή τεράτων», έχει χρησιμοποιηθεί πολλές φορές τα τελευταία χρόνια για να περιγράψει τη μεταβατική περίοδο την οποία διανύουμε.

Όμως, τις τελευταίες μέρες βλέπουμε ολοένα και περισσότερο μια τέτοια κατεύθυνση να χαρακτηρίζει και το ελληνικό πολιτικό τοπίο.

Η ρευστοποίηση των κoινοβουλευτικών συσχετισμών

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι τις τελευταίες μέρες είδαμε μία κυβερνητική συμμαχία που βρισκόταν στην εξουσία από το 2015 να διαλύεται, με τον ηγέτη του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου να μιλά με όλο και πιο βαριές κουβέντες για τους πρώην συμμάχους του, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση «ανασύνθεσε» την πλειοψηφία της, προσελκύοντας ένα μέρος των βουλευτών του μέχρι πρότινος εταίρους της και από την κεντροαριστερά, ενώ με ανάλογο τρόπο θέλει να περάσει και τα νομοσχέδια.

Την ίδια ώρα ένα κοινοβουλευτικό κόμμα, το Ποτάμι, που άντεξε σε δύο εκλογικές μάχες, είδε τον αριθμό βουλευτών του να πέφτει στους 3 και να χάνει τη δυνατότητα να έχει κοινοβουλευτική ομάδα, ενώ ο Πάνος Καμμένος δηλώνει ακόμη «αρχηγός κόμματος» επειδή δεν έχει διαγράψει βουλευτές που υπερψήφισαν αυτό που ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει ως προδοσία. Παράλληλα, ένας σχηματισμός, το ΚΙΝΑΛ, που φτιάχτηκε ως συνάντηση διαφορετικών ρευμάτων της κεντροαριστεράς αφού διέρρηξε τη σχέση του με το Ποτάμι, τώρα διαγράφει έναν βουλευτή και μαζί μια «συνιστώσα».

 

Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε μια κυβέρνηση που μόλις πήρε την απόλυτη πλειοψηφία σε ψήφο εμπιστοσύνης, αλλά για να μπορεί να περάσει τα νομοσχέδια με την κανονική διαδικασία (και να μη χρειάζεται όλα να κρίνονται στην ολομέλεια), πρέπει να αλλάξει τη σύνθεση των επιτροπών της Βουλής, εφόσον κοινοβουλευτικές ομάδες και κοινοβουλευτική πλειοψηφία δεν ταυτίζονται ακριβώς.

Με βάση το γράμμα της νομιμότητας, όπως ορίζεται από το Σύνταγμα και τον Κανονισμό της Βουλής έχουμε μια απόλυτα νόμιμη κυβέρνηση με καθαρή εντολή, την ίδια ώρα που με βάση όχι μόνο την ουσιαστική νομιμοποίηση αλλά και τις κοινοβουλευτικές παραδόσεις υπάρχει σοβαρό θέμα ως προς το εάν σήμερα έχουμε κυβέρνηση που όντως αντανακλά τη λαϊκή εντολή. Την ίδια στιγμή αποδείχτηκε βέβαια ότι δεν μπορούσε να σχηματιστεί η αναγκαία απόλυτη πλειοψηφία και για επιτυχή πρόταση δυσπιστίας.

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης η εικόνα της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας κατά την έναρξη της συζήτησης της Συμφωνίας των Πρεσπών, με τις συνεχείς αντεγκλήσεις, τις φωνές, τις διακοπές ομιλητών, τις διαρκείς επικλήσεις διαδικαστικών ζητημάτων, με ή χωρίς βάση, που δεν αποτυπώνει ακριβώς και την καλύτερη εικόνα κοινοβουλευτικής λειτουργίας.

Τα σημάδια κρίσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας

Όλα αυτά δεν είναι μόνον ελληνικά φαινόμενα. Στη Γερμανία είδαμε να περνούν αρκετοί μήνες προτού σχηματιστεί μια κυβέρνηση, από ένα συνασπισμό που στο τέλος της προηγούμενης βουλής τα κόμματα που τον συναποτελούνε είχαν περίπου ορκιστεί ότι δεν ήθελαν να την επαναλάβουν. Στην Ιταλία χρειάστηκε αρκετός καιρός για να φτιαχτεί κυβέρνηση και αφού υπήρξε προεδρικό βέτο για έναν υπουργό. Στη Μεγάλη Βρετανία τη μία μέρα απορρίπτει η Βουλή τη συμφωνία για το διαδικασία του Brexit με συντριπτική πλειοψηφία και την επόμενη απορρίπτει πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης που εισήγαγε αυτή τη συμφωνία. Η Ισπανία κυβερνάται από μια κυβέρνηση μειοψηφίας που στηρίζεται στην ανοχή κομμάτων που πολιτικά και ιδεολογικά την αντιπολιτεύονται.

Αλλά και πιο πέρα από την Ευρώπη, έχουμε το παράδειγμα των ΗΠΑ όπου έχουμε εδώ και κοντά ένα μήνα μια μερική αναστολή της λειτουργίας των ομοσπονδιακών κρατικών υπηρεσιών, λόγω της διαφωνίας ανάμεσα στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τον αμερικανό Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Όλα αυτά αποτυπώνουν μια βαθύτερη πολιτική κρίση. Παρότι και στην Ελλάδα και διεθνώς έχουμε ξεφύγει από την εποχή των σκληρών κομματικών πειθαρχιών, είναι σαφές ότι σήμερα ζούμε μια κρίση της ικανότητας των κοινοβουλευτικών θεσμών να μπορούν και να αντανακλούν την «λαϊκή βούληση», ό,τι και εάν σημαίνει αυτό σε εποχές που τις περισσότερες φορές οι εκλογείς περισσότερο καταδικάζουν τους απερχόμενους παρά ενστερνίζονται τις απόψεις των προηγούμενων. Όπως και ζούμε μια αδυναμία των κοινοβουλίων να λειτουργών ως πραγματικά πεδία συζήτησης, ανταλλαγής απόψεων, σύνθεσης.

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ο τρόπος που από διάφορες πλευρές προβάλλεται ως εναλλακτική λύση η διαμόρφωση πολύ πιο αυταρχικών εκδοχών κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με μεταφορές αρμοδιότητας συνήθως σε εκλεγμένους προέδρους που αποκτούν ιδιότυπα βοναπαρτιστικό ρόλο, με τον Ερντογάν να είναι το πιο κοντινό μας πρόβλημα.

Η ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ

Στην Ελλάδα ζούμε το παράδοξο μέρος της ευθύνης για όλα αυτά να την έχει ένα κόμμα που προέρχεται από μια πολιτική παράδοση, αυτή της ανανεωτικής αριστεράς, που παραδοσιακά ήταν υπέρμαχος της αναβάθμισης των κοινοβουλευτικών διαδικασιών.

Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αυτός που κατεξοχήν προκρίνει μια ιδιότυπη εργαλειοποίηση των πολιτικών διαδικασιών. Για να αποφύγει αυτό που θα ήταν η αυτονόητη επιλογή, εφόσον διαλύθηκε ο κυβερνητικός συνασπισμός που είχε εξασφαλίσει τη δεδηλωμένη, δηλαδή την προσφυγή στις κάλπες, προέκρινε την ιδιότυπη άγρα βουλευτών προς διαμόρφωση κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι σύννομη, αλλά το χνάρι που αφήνει είναι αυτό μιας ρευστοποίησης των πραγματικών πολιτικών συσχετισμών και μια ακόμη πιο μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα στη λαϊκή ψήφο και την κοινοβουλευτική διαδικασία.

 

Γιατί όσο και εάν ισχύει το «κατά τη συνείδηση» ως βασικός κανόνας για τη συμπεριφορά των βουλευτών, άλλο τόσο ισχύει και το ότι οι βουλευτές δεν εκλέγονται ως «προσωπικότητες» που παίρνουν «εν λευκώ επιταγή» αλλά ως εκπρόσωποι πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων, δεσμευμένοι κατά το δυνατό από προεκλογικές προγραμματικές εξαγγελίες.

Διαφορετικά, όταν μια κοινοβουλευτική διαδικασία όπου αλλιώς ψηφίζονται και εκλέγονται οι βουλευτές και αλλιώς συμπεριφέρονται στη συνέχεια, ιδίως όταν αυτό δεν μεταφράζεται π.χ. σε συγκρότηση νέων κομμάτων με λαϊκή κοινωνική βάση (όπως ήταν ο κανόνας στις «κλασικές» διασπάσεις κομμάτων), τότε είναι υπαρκτός ο κίνδυνος η κοινωνία να πιστέψει ότι έχουμε να κάνουμε με το βασίλειο του καιροσκοπισμού και να δώσει βάση στις κατηγορίες περί πολιτικής συναλλαγής που συχνά εκτοξεύονται.

Και όλα αυτά καταλήγουν στην ακόμη μεγαλύτερη απομάκρυνση των πολιτών από τις πολιτικές και κομματικές διεργασίες και στην εμπέδωση ακόμη μεγαλύτερης δυσπιστίας (αν όχι και απαξίας) της πολιτικής.

 

Η γοητεία του αυταρχισμού και η ακροδεξιά που παραμονεύει

Η πλευρά της κυβέρνησης αντιτείνει ότι εφόσον διατηρεί την κοινοβουλευτική διαδικασία και μάλιστα με την καθαρή εντολή των 151 ψήφων, τότε έχει και εντολή να εφαρμόσει, με κάθε τρόπο τη δική της πολιτική.

Αυτό που δεν αντιλαμβάνεται η κυβερνητική πλευρά είναι ότι συμβάλλοντας και με τις δικές της τακτικές επιλογές στην απαξίωση του κοινοβουλευτισμού και στη γενικευμένη δυσπιστία των πολιτών έναντι της πολιτικής (και των πολιτικών), διαμορφώνει έδαφος ευνοϊκό για κάθε λογής αρνητικές εξελίξεις.

Γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι τέτοια φαινόμενα τελικά ενισχύουν την αίγλη είτε του «αντιπολιτικού» ψευδολαϊκισμού της ακροδεξιάς είτε την γοητεία των αυταρχικών βοναπαρτιστικών λύσεων. Και τότε θα μιλάμε πραγματικά για «εποχή των τεράτων».