Το 2019 θα είναι η χρονιά που η ανάγκη για την επιβολή κανόνων και ρυθμίσεων στις ηλεκτρονικές πλατφόρμες δικτύωσης θα γίνει ακόμη πιο επιτακτική, εξαιτίας της αυξανόμενης ανησυχίας για τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, την παραπληροφόρηση και την προστασία των προσωπικών δεδομένων. «Αυτό που κάποτε ήταν αδιανόητο, σήμερα είναι αναπόφευκτο» δήλωσε πριν από λίγο καιρό ο επικεφαλής της Apple, Τιμ Κουκ.
Οπως αναφέρει στην τελευταία του έκθεση για τις τάσεις στον χώρο των media το Reuters Institute for the Study of Journalism, η διάδοση ψευδούς, παραπλανητικού και ακραίου περιεχομένου θα συνεχίσει να απειλεί και να υπονομεύει τις δημοκρατίες σε όλον τον κόσμο, με πιθανά «καυτά» σημεία τις εκλογές στην Ινδία, στην Ινδονησία και στην Ευρώπη.
Τα social media θεωρούνταν κάποτε πηγή εναλλακτικής ενημέρωσης, που υποτίθεται ότι έδινε στους πολίτες τη δυνατότητα να έχουν πληρέστερη πληροφόρηση. Αυτό πιθανόν και να συμβαίνει στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όπου υπάρχουν ισχυρά μέσα ενημέρωσης, αλλά η κατάσταση μπορεί να είναι διαφορετική σε χώρες όπως η Ινδία, οι Φιλιππίνες, η Μιανμάρ και η Βραζιλία.
Οταν οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση και στην ανταλλαγή πληροφοριών μόνο μέσω κάποιων εφαρμογών στα κινητά τους τηλέφωνα, οι κίνδυνοι παραπληροφόρησης και χειραγώγησης αυξάνονται γεωμετρικά. Να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος της χειραγώγησης γίνεται από εγχώριες πολιτικές ελίτ, που εκτελούν οργανωμένες, ευρείας κλίμακας και καλά χρηματοδοτούμενες εκστρατείες. Για παράδειγμα, στη Βραζιλία περίπου 120 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούν το WhatsApp, με αποτέλεσμα αυτή η εφαρμογή να γίνεται όλο και συχνά πολιτικό πεδίο μάχης.
Το δίλημμα
Από τη μία πλευρά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατηγορούνται ότι διευκολύνουν τη διασπορά ψευδών ειδήσεων, από την άλλη όμως οι προσπάθειές τους να περιορίσουν τα fake news οδηγούν συχνά σε κατηγορίες για λογοκρισία.
Τα «κίτρινα γιλέκα» στη Γαλλία έχουν ήδη κατηγορήσει το Facebook για σκόπιμη καταστολή των απόψεών τους.
Ο Ντόναλντ Τραμπ λέει ότι το Facebook, η Google και το Twitter περιορίζουν σκόπιμα και παράνομα τις απόψεις των συντηρητικών, ενώ οι πολιτικοί του αντίπαλοι κατηγορούν τους κολοσσούς του Διαδικτύου ότι προωθούν ακραίες απόψεις. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα social media δεν μπορεί πλέον να θεωρούνται ουδέτεροι «παίκτες».
Ο παραδοσιακός Τύπος
Σύμφωνα με την έκθεση, οι παραδοσιακοί εκδότες θα συνεχίσουν και το 2019 να δέχονται ισχυρές πιέσεις από τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντική μείωση των εσόδων από διαφημίσεις. Οι εκδότες προσπαθούν να καλύψουν τις απώλειες με συνδρομές. Το πιο επιτυχημένο παράδειγμα αυτής της στρατηγικής είναι η εφημερίδα «New York Times», που αυτή τη στιγμή έχει 4 εκατ. συνδρομητές (εκ των οποίων οι 3,1 εκατ. αφορούν συνδρομητές στην ηλεκτρονική μορφή της).
Ωστόσο οι αναλυτές υποστηρίζουν ότι ο αριθμός των συνδρομών έχει «φτάσει στο ταβάνι» και δεν προβλέπεται να υπάρξει σημαντική αύξηση των συνδρομητών το 2019, γεγονός που προκαλεί ανησυχίες για «τσουνάμι» απολύσεων στον δημοσιογραφικό τομέα στις ΗΠΑ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες.
Το παρήγορο είναι ότι κάτω από αυτές τις πιέσεις, ο παραδοσιακός Τύπος μεταλλάσσεται και μάλιστα πολύ συχνά με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Οι ιστοσελίδες των εφημερίδων εμπλουτίζονται με βίντεο και μαγνητοφωνημένες συζητήσεις (podcasts), που αυξάνουν την επισκεψιμότητα και συνεπώς τα διαφημιστικά έσοδα.