Με όρους και πρακτικές ενός πολιτικού ρεσάλτου προχωρεί ο Αλέξης Τσίπρας προς το τελευταίο πολιτικό του εγχείρημα. Εν αναμονή της συζήτησης και της διαφαινόμενης ψήφισης της συμφωνίας των Πρεσπών, ο Πρωθυπουργός και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρούν να συνδέσουν στάσεις και συμπεριφορές βουλευτών με τη βεβιασμένη και εκβιαστική διαδικασία της «αναδιάταξης» του πολιτικού σκηνικού.
Προσπάθεια ανοίγματος
στον μεσαίο χώρο
Παρά ταύτα και αφότου πλέον ο Πρωθυπουργός διέβη τον Ρουβίκωνα και περιγράφει τον εαυτό του δημοσίως και επισήμως ως επιφανή εκπρόσωπο της Κεντροαριστεράς, το μόνο πρόσωπο του χώρου το οποίο προς το παρόν έχει συνταχθεί κοινοβουλευτικά μαζί του είναι ο Σπύρος Δανέλλης.
Εν όψει της επόμενης διαδικασίας και συζήτησης για τη συμφωνία των Πρεσπών, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να κάνει μέσα στη Βουλή μια συζήτηση για το πώς φαντάζεται τις πολιτικές διεργασίες της περιόδου.
Οπως είπε την Τετάρτη, «η μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας προς τα άκρα της δεξιάς ρητορικής δημιουργεί ένα τεράστιο κενό σε αυτό που ονομάζαμε «μεσαίο χώρο». Δεν εκφράζεται από πουθενά».
Προφανώς θεωρεί ότι θα τον εκφράσει ο ίδιος, απευθύνοντας μάλιστα ανοιχτούς πολιτικούς εκβιασμούς προς τους βουλευτές των μικρότερων κομμάτων. Επίσης από το βήμα της Βουλής ο κ. Τσίπρας δήλωσε: «Οι βουλευτές έρχονται μπροστά σε διλήμματα, κρίσιμα διλήμματα για την πολιτική, για την άποψή τους για το μέλλον της χώρας και στο εθνικό θέμα, αλλά και σε μια σειρά άλλα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν θέλετε να τη δείτε; Τόσο το χειρότερο για εσάς».
Με αυτά τα λόγια ο Πρωθυπουργός ελπίζει ότι θα προσελκύσει στελέχη και ψηφοφόρους του μεσαίου χώρου. Η προσπάθεια εκδηλώνεται στο νέο εφεύρημα:
l Από τη μία πλευρά, είναι φανερό ότι ολοένα και συχνότερα ο κ. Τσίπρας μιλάει κατά το τελευταίο διάστημα στο πρώτο ενικό πρόσωπο. Δηλώνει τι αποφάσισε, τι του επιτρέπει το Σύνταγμα, τι θα κάνει η κυβέρνησή του, κ.ά.
l Από την άλλη, από τις ομιλίες και τις αναφορές του αρχίζει να εκλείπει η λέξη Αριστερά. Την προηγούμενη Τετάρτη στη Βουλή δεν την ανέφερε ούτε μία φορά.
Η παγίδα και το δίλημμα
«Τσίπρας ή χάος»
Παράλληλα όμως με όλα αυτά και όσο επιχειρεί να περιγράψει και να εφαρμόσει τα φιλόδοξα σχέδιά του, ο Πρωθυπουργός και πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ πέφτει σε μια παγίδα, όπως επισημαίνουν στελέχη του ευρύτερου χώρου της Αριστεράς: στην προσπάθειά του να εμφανιστεί ως ηγέτης της «προοδευτικής παράταξης», ετεροπροσδιορίζεται απλώς ως αντίπαλος της Δεξιάς. Οι ιδεολογικές επιφάσεις του έχουν περιοριστεί, ενώ η αξιοπιστία του ως συνομιλητή είναι ήδη περιορισμένη ώστε να διεκδικεί την εμπιστοσύνη στελεχών και ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς.
Στο πλαίσιο αυτό, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ συντάσσονται πλέον πίσω από ένα απλοϊκό όσο και πρωτοφανές σκεπτικό, βολικό πάντως για την εξυπηρέτηση του στόχου της παραμονής στην εξουσία. Κατά τούτο, η σύμπλευση με την κυβέρνηση ευνοεί τη σταθερότητα στη χώρα. Η διαφωνία και η αντίθεση προς αυτήν συνιστούν παράγοντα ανωμαλίας και αστάθειας. Κάτι σαν «Τσίπρας ή χάος»…
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Πρωθυπουργός και η ομάδα του βρίσκονται πλέον στο καθοδικό σημείο του κύκλου, ο οποίος ξεκίνησε το 2013. Τότε είχε υπογραφεί το πρώτο προσύμφωνο με τον Πάνο Καμμένο για τον πολιτικό τους γάμο.
Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ των μνημονίων και του «πολιτικού ρεαλισμού» πλασάρεται με βάση τα αριθμητικά δεδομένα ως μία από τις δύο κυρίαρχες δυνάμεις του νέου πολιτικού διπόλου και ως ηγεμονικός σχηματισμός του προοδευτικού χώρου. Πλην όμως εξακολουθεί να οφείλει την παραμονή του στην εξουσία στη στήριξη της Κατερίνας Παπακώστα και ενεργών ή διαγραμμένων στελεχών των ΑΝΕΛ, τα οποία διεκδικούν είτε την ανάληψη κάποιου υπουργείου είτε την ένταξη στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ.
Από τις επόμενες κινήσεις του Πρωθυπουργού θα φανούν και θα δοκιμαστούν η αξιοπιστία και η πολιτική βασιμότητα του σχεδίου του.
Επειτα από την ολοκλήρωση της διαδικασίας για την ψήφιση της συμφωνίας των Πρεσπών, αναμένεται ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης. Τα πρόσωπα τα οποία θα επιλεγούν είτε για την πλήρωση κενών θέσεων είτε για μετακινήσεις σε άλλες υπουργικές καρέκλες λέγεται ότι θα αποτελέσουν τον αντικατοπτρισμό της δήθεν νέας πολιτικής στροφής του κ. Τσίπρα.
Εν όψει αυτών πάντως, οι διακινούμενες πληροφορίες μεγεθύνουν τις αντιφάσεις και φανερώνουν τη ρηχότητα των πολιτικών ισχυρισμών του ΣΥΡΙΖΑ και της ηγεσίας του. Δεδομένου ότι στελέχη πρώτης γραμμής του χώρου της Κεντροαριστεράς δεν είναι διαθέσιμα ή πρόθυμα για συνεργασία με τον κ. Τσίπρα, κάποιες φήμες φέρουν τον Πρωθυπουργό να έχει συνομιλήσει π.χ. με τον Χάρη Παμπούκη για ενδεχόμενη υπουργοποίηση του πρώην στενού συνεργάτη του Γ. Παπανδρέου.
Προοδευτική παράταξη με
Παπαγγελόπουλο – Παπακώστα
Πέραν του ότι τέτοιες κινήσεις δεν επαρκούν για την επίτευξη πραγματικής πολιτικής διεύρυνσης, το ερώτημα που απομένει να απαντηθεί εν όψει ανασχηματισμού και όσο αναδιατάσσεται το πολιτικό σκηνικό, κατά την κυβερνητική ανάλυση, είναι: Θα παραμείνουν στις θέσεις τους υπουργοί με κομβικό ρόλο καθ’ όλη τη διάρκεια της διακυβέρνησης του κ. Τσίπρα και οι οποίοι ουδεμία σχέση έχουν με τον «προοδευτικό χώρο»;
Είναι σε θέση ο Πρωθυπουργός, για παράδειγμα, να μετακινήσει ή και να αφήσει εκτός κυβέρνησης κάποιον σαν τον Δ. Παπαγγελόπουλο;
Θα παραμείνει στη θέση της η Κατερίνα Παπακώστα ή θα επαληθευθούν οι πληροφορίες κατά τις οποίες ενδέχεται να αναβαθμιστεί;
Θα παραμείνουν οι υπουργοί των ΑΝΕΛ ή θα υπουργοποιηθούν νέοι;
Κατά μία διαφορετική ανάγνωση από αυτήν που δημοσίως και με επιφανειακό τρόπο τείνει να επικρατήσει, η δημοκρατική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα εγχείρημα πολύ πιο δύσκολο από ό,τι κάποιοι πιστεύουν. Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα μπορεί να έχει σταθεροποιηθεί σήμερα ως μία από τις δύο κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, όμως η πραγματική επάρκεια της αντοχής του θα διαπιστωθεί όταν βρεθεί στην αντιπολίτευση. Εως τώρα ο Πρωθυπουργός έχει μια κατ’ επίφαση πρωτοβουλία και ευχέρεια κινήσεων, η οποία προκύπτει και από την ιδιότητά του.
Οπως όμως επισημαίνουν στελέχη (και) του κόμματός του, τα δεδομένα θα είναι κατά πάσα πιθανότητα εντελώς διαφορετικά μετά τις εκλογές και αν ο κ. Τσίπρας βρεθεί με μια Κοινοβουλευτική Ομάδα πολύ μικρότερη, ένα κόμμα χωρίς βάθος και δομές και ενώ θα λείπει η σημαντικότερη παράμετρος διαφύλαξης της συνοχής και της όποιας ομοψυχίας: η εξουσία.