«Κανονικότητα» είναι μια κομβική λέξη στο τρέχον κυβερνητικό αφήγημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να πείσει ότι ολοκληρώνοντας το «ελληνικό πρόγραμμα» και επιτυγχάνοντας την «τυπική έξοδο» από τα μνημόνια κατάφερε να επαναφέρει την ελληνική οικονομία και κοινωνία σε μια «κανονικότητα».
Άλλωστε, μόνο εάν τα πράγματα έχουν επανέλθει σε μια ορισμένη «κανονικότητα», μπορεί και ο ΣΥΡΙΖΑ να υποστηρίζει ότι πλέον θα εφαρμόσει αριστερή (ή έστω «φιλολαϊκή») πολιτική, εφόσον μέχρι τώρα η θέση του ήταν ότι αναγκαστικά εφάρμοζε τα μνημονιακά μέτρα.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι όχι μόνο η χώρα απέχει από την «κανονικότητα» αλλά και θα αργήσει να βρεθεί σε τέτοια κατάσταση όσο παρατείνεται η προεκλογική αβεβαιότητα και η συνακόλουθη πολιτική αβεβαιότητα.
Οι «ανοιχτές πληγές» της οικονομίας
Η ρητορική της κυβέρνησης κυρίως επικεντρώνει σε δύο κατευθύνσεις.
Από τη μια, αναδεικνύει την καταγραφή από το 2017 ρυθμών ανάπτυξης και τις προβλέψεις για ανάπτυξη και το 2019 όπως και τη σταθερή μείωση της ανεργίας.
Από την άλλη, παρουσιάζει τα περιθώρια που έχει μετά τη λήξη ορισμένων προβλέψεων του Μνημονίου αφενός να αυξήσει τον κατώτατο μισθό (και να καταργήσει τον υποκατώτατο), αφετέρου να κάνει διορισμούς στο δημόσιο εφόσον πλέον είμαστε στον κανόνα «μία αποχώρηση – μία πρόσληψη».
Όμως, όλα αυτά δεν συνιστούν από μόνα τους «κανονικότητα». Η ακόμη αναιμική ανάπτυξη και η σταδιακή μείωση της ανεργίας (με την αύξηση της απασχόλησης κυρίως να επικεντρώνεται σε θέσεις κακοπληρωμένες και ελαστικές) περισσότερο αντανακλούν τη σταδιακή επαναφορά της οικονομίας μετά από μια μακρόχρονη καθοδική πορεία παρά μια ενδογενή αναπτυξιακή δυναμική.
Την ίδια ώρα τα μέτρα για τον κατώτατο μισθό και τους διορισμούς μπορεί να εντάσσονται στις δυνατότητες που όντως προσφέρει το τυπικό τέλος του μνημονίου αλλά δεν συνιστούν αναπτυξιακή στρατηγική.
Την ίδια ώρα υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις σε ό,τι αφορά μια όντως αναπτυξιακή στρατηγική.
Καταρχάς υπάρχει η μεγάλη καθυστέρηση στο θέμα των επενδύσεων, ιδίως αυτών που σηματοδοτούν νέες παραγωγικές μονάδες και δραστηριότητες και υψηλή προστιθέμενη αξία. Χωρίς τέτοιες επενδύσεις που να δημιουργούν θέσεις εργασίας, να «προκαλούν» την παράλληλη επέκταση συναφών κλάδων, να επιτρέπουν εξαγωγές το κλίμα δεν μπορεί να αλλάξει.
Όμως, αυτό που βλέπουμε είναι την κυβέρνηση να επιμένει στην περικοπή ενός κρίσιμου εργαλείου όπως είναι οι δημόσιες επενδύσεις και στην απουσία ουσιαστικών σχεδίων πέραν αποσπασματικών ιδεών (όπως η πολυσυζητημένη αναφορά στις επενδυτικές ευκαιρίες της βιομηχανικής κάνναβης).
Την ίδια ώρα η κυβέρνηση αρνείται να πάρει μέτρα που θα επέτρεπαν στις επιχειρήσεις να κάνουν μεγαλύτερα ανοίγματα. Έτσι, οι περισσότερες επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν χρηματοδοτική ασφυξία όσο δεν προχωράει η επίλυση του θέματος με τα «κόκκινα δάνεια», ώστε να μπορέσουν οι τράπεζες να δανείζουν με περισσότερη άνεση.
Όμως, η κυβέρνηση που εμμέσως έχει απορρίψει τη σχετική πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος ως προς την εκδοχή συστήματος bad bank («οχήματος ειδικού σκοπού») που θα χρησιμοποιηθεί, δεν έχει με η σειρά της δημοσιοποιήσει τη δική της πρόταση και η παράταση της εκκρεμότητας αυτή μόνο προβλήματα δημιουργεί.
Όμως, ακόμη και δρομολογημένες αποφάσεις, βρίσκονται σε μία μετέωρη φάση. Η υπογραφή σύμβασης για το «Ελευθέριος Βενιζέλος» δείχνει να έχει μπει σε τροχιά υλοποίησης, το ίδιο και η πώληση σημαντικού μεριδίου στα ΕΛΠΕ, όπως και η άδεια για καζίνο στην επένδυση του Ελληνικού, όμως η ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας εξακολουθεί να μην προωθείται.
Η δημοσιονομική βόμβα των αναδρομικών
Την ίδια ώρα ένας νέος πονοκέφαλος έχει προστεθεί: οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των διαφόρων δικαστικών αποφάσεων που δικαιώνουν αναδρομικά και συνταξιούχους και εν ενεργεία υπαλλήλους του Δημοσίου, σε σχέση με τις περικοπές συντάξεων και δώρων.
Οι εκτιμήσεις είναι ότι όταν τελεσιδικήσουν όλες αυτές οι αποφάσεις το συνολικό δημοσιονομικό κόστος θα κυμαίνεται ανάμεσα στα 9 και 12 δισεκατομμύρια ευρώ, με ορισμένους να ανεβάζουν το ποσό ακόμη και στα 29 δισεκατομμύρια.
Σε μια τέτοια περίπτωση, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα δυσκολευτεί πάρα πολύ να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους και ιδίως τα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, εκτός και εάν κάνει περικοπές σε άλλους τομείς, κάτι που με τη σειρά του θα συντηρήσει την ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση σε σχέση με τα δημοσιονομικά.
Την ίδια ώρα είναι σαφές ότι η κυβέρνηση προεκλογικά τουλάχιστον θέλει να φαίνεται ότι θα υλοποιήσει τις όποιες δικαστικές αποφάσεις μια που και αυτό μπορεί να ενταχθεί στην υποτιθέμενη «φιλολαϊκή» στροφή της, ιδίως τώρα που το βλέμμα της είναι στραμμένο στις εκλογές και όχι στις ανάγκες της οικονομίας.
Η ώρα της αξιολόγησης από τους θεσμούς
Την ίδια ώρα, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς επιτήρησης και οι διαδικασίες αξιολόγησής της σε τίποτε δεν διαφέρουν από αυτές που γίνονταν στο πλαίσιο των τριών μνημονίων.
Έτσι και τώρα τα διαβόητα «τεχνικά κλιμάκια» ετοιμάζονται να πιάσουν δουλειά και να αποτιμήσουν την πραγματική πρόοδο που έχει γίνει.
Ούτε είναι τυχαίο ότι τόσο η Άνγκελα Μέρκελ όσο και ο Πιέρ Μοσκοβισί κατά τις πρόσφατες επισκέψεις τους επέμειναν στην ανάγκη η χώρα μας να μην παρεκκλίνει από την επιμονή στις μεταρρυθμίσεις.
Και όπως ακριβώς συνέβαινε και επί μνημονίων η αξιολόγηση αυτή δεν είναι «θεωρητική».
Από το περιεχόμενο της δεύτερης έκθεσης αξιολόγησης της Κομισιόν που θα δημοσιευτεί στις 27 Φεβρουαρίου θα εξαρτηθεί το εάν η Ελλάδα θα εξασφαλίσει την έγκριση του Eurogroup στις 11 Μαρτίου για την εκταμίευση της δόσης των περίπου 600 εκατ. ευρώ που εκκρεμεί από τα κέρδη των ομολόγων (SΜP και ANFAs).
Η συνεχής αξιολόγηση των αγορών
Την ίδια ώρα δεν θα πρέπει να ξεχνάμε και το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές. Παρότι υπάρχει μια υποχώρηση των spread ιδίως του 5ετούς ομολόγου, εντούτοις απέχουμε ακόμη από το να πούμε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη για πλήρη έξοδο στις αγορές.
Όμως, αυτό επιτείνει την αβεβαιότητα ιδίως για το τραπεζικό σύστημα, ενώ δημιουργεί προβλήματα και σε μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις που θα ήθελαν να αντλήσουν κεφάλαια από το εξωτερικό.
Η σημασία της πολιτικής αβεβαιότητας
Όλα αυτά αποτυπώνουν και ένα τοπίο σχετικής επιφυλακτικότητας των αγορών και των επενδυτών έναντι της ελληνικής οικονομίας. Αυτή δεν είναι άσχετη από την εικόνα πολιτικής αβεβαιότητας που εμφανίζει η χώρα μας.
Η εικόνα μιας κυβέρνησης που μένει στην εξουσία με οριακή πλειοψηφία και αφού ο ένας κυβερνητικός εταίρος απέσυρε την εμπιστοσύνη του, η έναρξη μιας παρατεταμένης προεκλογικής εκστρατείας, που η κυβέρνηση θα ήθελε να κρατήσει μέχρι το Μάιο ή ακόμη και μέχρι τον Οκτώβριο, όλα αυτά λειτουργούν αποτρεπτικά για μεγάλες επενδύσεις ή εν γένει για μεγάλης κλίμακας οικονομικές αποφάσεις.
Οι επενδυτές προτιμούν να περιμένουν μέχρις ότου υπάρξει μια κυβέρνηση με σαφή και νωπή πλειοψηφία η οποία θα μπορεί να εγγυηθεί ότι οι «κανόνες του παιχνιδιού» θα παραμείνουν σταθεροί για ένα διάστημα.
Αυτό εξηγεί και γιατί ολοένα και πιο συχνά οι οικονομικές εφημερίδες και ιστοσελίδες του εξωτερικού, που παραδοσιακά αντιπαθούν τις πρόωρες εκλογές, αυτή τη φορά επιμένουν ότι μετά την ολοκλήρωση και της εκκρεμότητας με τη Συμφωνία των Πρεσπών, είναι προτιμότερο για την οικονομία να έρθουν πρόωρες εκλογές που να επιτρέψουν και τα ζητήματα της οικονομίας να αντιμετωπιστούν με ορίζοντα τους όρους ανάπτυξης και όχι την απλή ψηφοθηρία.