Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας εισέρχεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι το 2019, μαζί του και η ελληνική παραγωγική διαδικασία. Οι δυνάμεις της παραγωγής, αγρότες και μεταποιητές, θα πρέπει να αποφασίσουν αν θα διαβούν χέρι-χέρι τα δύσβατα μονοπάτια των διεθνών αγορών, ή αν θα επιλέξουν χωριστούς δρόμους, γεγονός ωστόσο που συνεπάγεται ότι νομοτελειακά θα αφανιστούν και οι δύο εταίροι στις μυλόπετρες του παγκόσμιου ανταγωνισμού…
Τα μέχρι σήμερα δεδομένα δείχνουν ότι δεν υπάρχει κοινωνική συναίνεση, οι ανοιχτές τιμές σε μία σειρά από προϊόντα, ή οι εξευτελιστικές όπως στα φρούτα και στο πρόβειο γάλα που αποτελεί την πρώτη ύλη για το εθνικό μας προϊόν τη φέτα, αυτό καταδεικνύουν. Περιβάλλον ευνοϊκό για την επιχειρηματικότητα δεν υφίσταται, όποιος αγρότης επιδιώκει να γίνει και μεταποιητής, αμέσως χάνει τα όποια προνόμια του παρέχονται από πλευράς φορολογίας και ασφαλιστικών εισφορών και σε γενικές γραμμές δημιουργείται μία εικόνα αποεπένδυσης ακόμη και σε προϊόντα όπως η φέτα και το λάδι, που θα έπρεπε να αποτελούν τη ναυαρχίδα των εξαγωγών της χώρας.
Στην προσπάθειά τους να επιβιώσουν στον διεθνή ανταγωνισμό οι ελληνικές εξαγωγικές βιομηχανίες μεταποίησης τροφίμων μετακυλίουν το όποιο κόστος από την αδυναμία να έχουν πρόσβαση σε κεφάλαια άρα και να αναπτυχθούν λόγω της ανυπαρξίας τραπεζικού συστήματος στη χώρα, στους παραγωγούς, αγρότες και κτηνοτρόφους. Με τον τρόπο αυτόν όμως εξοντώνουν «την κότα που κάνει τα χρυσά αβγά», γιατί πέρα από τη δική τους τεχνογνωσία, το όποιο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό είναι η ποιότητα των αγροτικών μας προϊόντων, λόγω των κλιματολογικών και εδαφολογικών συνθηκών και του μύθου που τα περιβάλλει. Φανταστείτε πόσο θα αντέξει το success story του greek yogourt, όταν οι καταναλωτές στις παγκόσμιες αγορές ανακαλύψουν ότι ελάχιστο από αυτό παράγεται από ελληνικό γάλα.
Ηδη γαλακτοβιομηχανία ζήτησε «κούρεμα» της παραγωγής γάλακτος κατά 20%, παρά το γεγονός ότι στο αγελαδινό είμαστε ελλειμματικοί ως χώρα κατά 50% προκειμένου να καλύψουμε την εγχώρια ζήτηση. Αθρόες εισαγωγές όμως γίνονται τα τελευταία δύο χρόνια και στο πρόβειο, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η χώρα να απολέσει οριστικά τη φέτα ως προϊόν ΠΟΠ, με δεδομένο ότι καραδοκούν μεγάλες πολυεθνικές για να πάρουν την προστιθέμενη αξία από το προϊόν που έχει συνδεθεί με το τουριστικό διατροφικό success story, τη χωριάτικη σαλάτα… Χωρίς τυποποίηση, marketing και branding, για τα σπάνιας ποιότητας ελληνικά αγροτοδιατροφικά προϊόντα είναι ορατός ο κίνδυνος να αφανιστούν.
Για τον έλληνα αγρότη η κατάσταση είναι οριακή. Χωρίς αγροτική πίστη, χωρίς ρευστότητα, με το υψηλότερο κόστος παραγωγής στην Ευρώπη των «26», με το υψηλότερο κόστος πετρελαίου, με τον υψηλότερο ΦΠΑ και το πιο ακριβό κόστος χρήματος και με τη νέα ΚΑΠ να καραδοκεί, φέρνοντας περικοπές στις επιδοτήσεις από 25% ως 40% κατά μέσο όρο για κάθε αγροτική εκμετάλλευση, απαιτείται ένα γενναίο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, μία επανεκκίνηση της γεωργίας. Σήμερα ο αγροτικός πληθυσμός έχει πέσει κάτω από το 8% του ενεργού πληθυσμού της χώρας, από το 16% που βρισκόταν στα τέλη του 1990, ενώ η ανεργία επιμένει στο 20%.
Απαιτείται άμεσα ένα χρηματοδοτικό εργαλείο για τους επενδυτές γης που είναι οι αγρότες όπως και η μείωση του ενεργειακού κόστους των καυσίμων και του ρεύματος για τον αγροτικό τομέα. Και η επιδότηση του μεταφορικού κόστους μέσω κοινοτικών προγραμμάτων για να φτάνουν τα ελληνικά αγροτικά προϊόντα με ανταγωνιστικές τιμές στις διεθνείς αγορές, όπως πράττουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ο Φελίπε Γκονζάλεθ όταν ανέλαβε τα ηνία της χώρας στην Ισπανία είχε ένα όραμα. Συγκρότησε ένα επιτελείο επιστημόνων και τους χρηματοδότησε ώστε να φέρουν προτάσεις και ιδέες από κάθε γωνιά του κόσμου (και κυρίως από ΗΠΑ, Ισραήλ και Ολλανδία που έχουν ανεπτυγμένη την αγροτική έρευνα, την εφαρμοσμένη) και έτσι έκανε το ισπανικό αγροτικό θαύμα στα τέλη της δεκαετίας του ’80.
Ακόμη, η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών και η στροφή στις δενδρώδεις είναι επιτακτική ανάγκη, για να επιβιώσουν οι αγρότες με μικρό κλήρο, αυτά όμως απαιτούν προγράμματα χρηματοδότησης και να τρέξουν επιτέλους προγράμματα του ΠΑΑ που έχουν «σκαλώσει». Τα σχέδια Βελτίωσης για παράδειγμα παραπέμπονται για το καλοκαίρι του 2019, όταν θα έπρεπε να «τρέχουν» εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια.