Υστερα από σωρευτικές απώλειες 43% (αν και σε ορισμένες περιοχές υπερέβη το 60%) κατά τη 10ετία της κρίσης που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην Ευρώπη μετά την Ουκρανία (-69,4%) το ίδιο διάστημα βάσει των στοιχείων της Global Property Guide, παρατηρείται πλέον αύξηση του επενδυτικού ενδιαφέροντος στην ελληνική αγορά ακινήτων καθώς εμφανίζονται πλέον ορατά τα σημάδια ανάκαμψης.
Σε πρόσφατο επενδυτικό συνέδριο στη Ν. Υόρκη, κορυφαία στελέχη της αγοράς ακινήτων αναφέρθηκαν στις προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες του κλάδου
Ο κ. Διονύσιος Βούλγαρης, Partner – A.S. Papadimitriou & Partners Law Firm, ανέφερε μεταξύ άλλων πως μετά από μια περίοδο ύφεσης κατά τη διάρκεια της οποίας η ελληνική οικονομία έφτασε στα χαμηλότερα επίπεδά της, η σταθεροποίηση στην αγορά των ακινήτων και η διστακτική επιστροφή των διεθνών επενδυτών κατά τη διάρκεια των ετών 2017 και 2018 έφεραν λόγους αισιοδοξίας. Η ελληνική αγορά ακινήτων παραμένει ανομοιόμορφη και παρά το γεγονός ότι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και αυξημένες φορολογικές υποχρεώσεις εξακολουθούν να υφίστανται, ορισμένα χαρακτηριστικά της θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σημαντική ανάκαμψη. Ο συνδυασμός υψηλών αποδόσεων σε εμπορικά ακίνητα, με τις ελκυστικές τιμές σε όλους τους τομείς, την κατακόρυφη αύξηση του τουριστικού κλάδου και τη μείωση των NPE’s των τραπεζών, η οποία θα απελευθερώσει κεφάλαια στην αγορά, αναμένεται να προσελκύσει πρόσθετο επενδυτικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, είναι σημαντικό η Ελλάδα να συνεχίσει να θεσμοθετεί επενδυτικές πολιτικές οι οποίες θα μειώσουν τις δομικές δυσκολίες καθώς και να καταρτίσει ένα σταθερό και επενδυτικά ευνοϊκό φορολογικό σύστημα, ανέφερε ο ίδιος.
Η κρίση στην ελληνική αγορά ακινήτων ξεκίνησε το 2008 και είχε ως συνέπεια την έως και 60% υποτίμηση των αξιών και την κατά 75% μείωση της επενδυτικής δραστηριότητας. Το γεγονός αυτό οδήγησε σε αναδιάρθρωση και συγκέντρωση του κλάδου, με τους συμμετέχοντες να αντιμετωπίζουν προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες.
Η σταθεροποίηση ξεκίνησε το 2017, και το 2018 είχαμε τα πρώτα σημάδια ανάκαμψης, κυρίως στον ξενοδοχειακό κλάδο και στην αγορά φιλοξενίας, ανέφερε ο κ. Δημήτρης Ανδριόπουλος, CEO – Dimand S.A. «Πιστεύω ότι η ανάπτυξη επανέρχεται και ότι οι παίκτες που θα προσαρμοστούν στη δυναμική της αγοράς, ήτοι στην αειφορία και αποδοτικότητα, θα είναι αυτοί που θα αδράξουν τις ευκαιρίες και θα οδηγήσουν το μέλλον. Η ελληνική αγορά ακινήτων είναι πλέον μόνο για τους επαγγελματίες» παρατήρησε ο ίδιος
Ο κ. Αριστοτέλης Καρυτινός, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας ΕΘΝΙΚΗ ΠΑΝΓΑΙΑ ΑΕΕΑΠ, σημείωσε ότι πλέον καταγράφονται περισσότερες συναλλαγές στην ελληνική κτηματαγορά, που ενισχύονται και από τις πρώτες διαθέσεις ακινήτων από τις τράπεζες, αλλά αφορούν κυρίως σε συγκεκριμένα ακίνητα, εμπορικά, με αξιόλογα επενδυτικά χαρακτηριστικά (investment grade). Οι ξένοι επενδυτές, κυρίως τα μεγαλύτερα funds, δείχνουν ενισχυμένο ενδιαφέρον αλλά κατά κύριο λόγο με έμμεσο τρόπο, επενδύοντας κυρίως σε NPLs και όχι άμεσα σε real estate. Μεγαλύτερη δραστηριότητα φαίνεται να υπάρχει σε σχέση με τις ελληνικές ΑΕΕΑΠ, τόσο ως επενδυτές οι ίδιες όσο και ως αντικείμενο επενδυτικού ενδιαφέροντος από έλληνες και ξένους επενδυτές και βαίνει αυξανόμενος ο αριθμός τους.
Ιδιαίτερη κινητικότητα παρατηρείται βεβαίως στον χώρο του τουρισμού (hospitality), όχι μόνο σε resorts αλλά και σε ξενοδοχεία πόλης. Στον τομέα του hospitality δραστηριοποιούνται και αρκετοί μικρότεροι ξένοι επενδυτές επιλέγοντας συνήθως ακίνητα για Airbnb χρήση ή την ανάπλαση μικρών παλαιών κτιρίων σε boutique hotels στην Αθήνα, συνεπεία του ότι πλέον έχει καθιερωθεί ως city destination.
Ο κ. Καρυτινός υπογράμμισε την ανάγκη αντιμετώπισης του θέματος της φορολόγησης των ΑΕΕΑΠ, που δεν συνάδει με τη διεθνή πρακτική για τέτοια οχήματα και τις καθιστά λιγότερο ανταγωνιστικές για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα. Στο πλαίσιο της πορείας ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας και του momentum που έχει δημιουργηθεί στο ελληνικό real estate, είναι σημαντικό να επανέλθει η φορολόγηση σε πλαίσιο συγκρίσιμο με το εξωτερικό (όπως ήταν μέχρι το 2016 για τις ΑΕΕΑΠ) έτσι ώστε η Ελλάδα να περάσει το μήνυμα ότι υπάρχει σταθερότητα και εκλογίκευση του φορολογικού πλαισίου και οποιεσδήποτε ακραίες κινήσεις αύξησης της φορολογίας επιχειρήσεων (όπως ο επταπλασιασμός της φορολόγησης των ΑΕΕΑΠ) ήταν μεμονωμένες στο πλαίσιο αντιμετώπισης έκτακτων αναγκών του παρελθόντος.