Μπορεί η κυβέρνηση με τη «συμπαράσταση» των βουλευτών των ΑΝΕΛ και του -ανεξάρτητου πλέον- Σπύρου Δανέλλη να εξασφαλίζει τον αριθμό των «151» ψήφων για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης, ωστόσο η αλλαγή της στάσης του Ποταμιού, έρχεται να προκαλέσει πανικό στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ειδικότερα, η τοποθέτηση του Γιώργου Αμυρά, κατά την ομιλία του στη Βουλή ότι «θα βρείτε απόψε μία ψήφο για την ψήφο εμπιστοσύνης, δεν θα βρείτε όμως τους 151 βουλευτές για τη Συμφωνία των Πρεσπών», δεν αποτύπωνε μόνο μια προσωπική γνώμη, καθώς είναι βέβαιο ότι στη Σεβαστουπόλεως επανεξετάζουν την αρχική τους θετική τοποθέτηση για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Το γεγονός αυτό, οδηγεί το κυβερνητικό επιτελείο σε -εν μέρει- αναζήτηση νέων θετικών ψήφων υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Θυμίζουμε ότι αρχικά αυτός περιλάμβανε πλην του διαγραμμένου πλέον Σπύρου Δαμέλλη και τους Σταύρο Θεοδωράκη, Γιώργο Μαυρωτά και Σπύρο Λυκούδη, μια που ο Γρηγόρης Ψαριανός και ο Γιώργος Αμυράς είχαν εξαρχής πει ότι θα την καταψήφιζαν.
Πλέον η εκτίμηση είναι ότι το Ποτάμι θα προσανατολιστεί προς την αποχή από την ψηφοφορία όταν η Συμφωνία των Πρεσπών έρθει προς κύρωση από την ελληνική Βουλή. Η δικαιολόγηση θα είναι η ανάγκη αποδοκιμασίας της τακτικής που ακολούθησε η κυβέρνηση και κυρίως του τρόπου με τον οποίο υφαρπάχτηκε ουσιαστικά η ψήφος του Σπύρου Δανέλλη.
Με αυτό τον τρόπο αφενός δεν θα φαίνεται ως να υπαναχωρεί ιδίως ο Σταύρος Θεοδωράκης από τη στήριξη που έχει δώσει μέχρι τώρα στη Συμφωνία, εφόσον δεν θα αποδοκιμάζει την ουσία της Συμφωνίας, αφετέρου θα μπορεί να εμφανίζεται με έναν κάπως ενιαίο τρόπο η κοινοβουλευτική ομάδα του Ποταμιού.
Πώς διαμορφώνεται ο συσχετισμός για τη Συμφωνία των Πρεσπών
Ας δούμε πώς αλλάζει η αριθμητική της υπερψήφισης της Συμφωνίας με την απόφαση αυτή του Ποταμιού. Αυτή τη στιγμή οι σίγουρες ψήφοι υπέρ της Συμφωνίας είναι 149: οι 145 της Κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, η κ. Παπακώστα, ο κ. Δανέλλης, η κ. Κουντουρά, ο κ. Παπαχριστόπουλος, δεδομένου ότι οι κ.κ. Κόκκαλης και Ζουράρις θα στηρίξουν την κυβέρνηση όμως έχουν διαφωνήσει με τη συμφωνία. Σε αυτούς θα προστεθεί πιθανώς και η ψήφος του κ. Θεοχαρόπουλο της ΔΗΜΑΡ, εκλεγμένου με τη ΔΗ.ΣΥ., εάν δεν τεθεί θέμα πειθαρχίας. Η τελική απόφαση ενδεχομένως να ληφθεί την Κυριακή.
Αυτό σημαίνει ότι οι ψήφοι των κ.κ. Θεοδωράκη, Μαυρωτά και Λυκούδη είναι κρίσιμες για την επίτευξη του πολιτικού στόχου της κυβέρνησης που είναι οι 151 ψήφοι υπέρ της Συμφωνίας των Πρεσπών, που θα της έδιναν σαφή νομιμοποίηση.
Κύρωση της Συμφωνίας με λιγότερες από 151 ψήφους
Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η συμφωνία μπορεί να κυρωθεί ακόμη και έτσι. Η Συμφωνία των Πρεσπών ως διακρατική συμφωνία χρειάζεται την πλειοψηφία επί των παρόντων. Εάν το Ποτάμι απέχει από την ψηφοφορία –και υποθέτοντας ότι την επιλογή αυτή θα ακολουθήσουν τουλάχιστον οι κ.κ. Θεοδωράκης, Λυκούδης και Μαυρωτάς, τότε ο υπολογισμός της πλειοψηφίας γίνεται στους 297 βουλευτές και άρα με 149 ή 150 ψήφους, η κυβέρνηση μπορεί να κυρώσει τη Συμφωνία.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι τυπικό και δεν αφορά το «γράμμα» του Συντάγματος. Αφορά την ουσιαστική νομιμοποίηση μιας συμφωνίας που λύνει ένα εθνικό θέμα γύρω από το οποίο υπάρχει μεγάλη φόρτιση (και πολιτική αντιπαράθεση) εδώ και πολλά χρόνια. Αυτό εξηγεί και την ανάγκη να υπάρξει μια υπερψήφιση με τουλάχιστον 151 ψήφου.
Από την άλλη, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι με έναν τρόπο η κυβέρνηση διεκδικεί να πάρει ψήφο εμπιστοσύνης ακριβώς επειδή διασπάστηκε ο κυβερνητικός συνασπισμός πάνω στο ερώτημα της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς ότι με τον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση για το θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, απόψε δεν παίρνει απλώς ψήφο εμπιστοσύνης η κυβέρνηση αλλά και την έγκριση για τον τρόπο που χειρίστηκε τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Αυτός ο χαρακτήρας «διπλής ψήφου» επί της ουσίας, στην αποψινή ψηφοφορία, θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι νομιμοποιεί την κυβέρνηση να υπερψηφίσει τη Συμφωνία ακόμη και με λιγότερους των 150 ψήφους.
Ορατό το ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών
Όμως, αποτυχία της νέας κυβέρνησης να συγκεντρώσει 151 ψήφους στο πρώτο κρίσιμο νομοσχέδιο που θα φέρει στη Βουλή, είναι πιθανό να λειτουργήσει και ως καταλύτης πολιτικών εξελίξεων. Σε αυτή την περίπτωση είναι πιθανό μετά την κύρωση της Συμφωνίας, έστω και με την πλειοψηφία των παρόντων, η κυβέρνηση να θεωρήσει ότι πρέπει να προχωρήσει σε πρόωρες εκλογές, αρκετά νωρίτερα από τον διακηρυγμένο στόχο της για εκλογές τον Οκτώβρη.
Η πίεση του διεθνούς παράγοντα και η δύσκολη θέση του Ποταμιού
Από την άλλη, είναι προφανές ότι θα υπάρξουν μεγάλες πιέσεις για να υπάρξει η καθαρή πλειοψηφία. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ θα πιέσουν με κάθε τρόπο, ώστε να κυρωθεί η Συμφωνία και άρα να προχωρήσουν και οι ενταξιακές διαδικασίες για την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ αντίστοιχα.
Αυτό έδειξε και η επίσκεψη της καγκελαρίου Μέρκελ και οι αλλεπάλληλες δηλώσεις αμερικανών αξιωματούχων που χαιρέτησαν την ολοκλήρωση της συνταγματικής αναθεώρησης στη γειτονική χώρα.
Με αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να αναμένει και μια ένταση του σχετικού κλίματος στην πορεία προς την κύρωση της Συμφωνίας.
Αυτό διαμορφώνει και μια πίεση στο ίδιο το Ποτάμι, ένα κόμμα που έχει ως συνειδητή του ιδεολογική αναφορά όχι απλώς τον ευρωπαϊσμό αλλά και την συνδιαμόρφωση της πολιτικής με τους υπερεθνικούς θεσμούς.
Δεν είναι τυχαίο και οι δύο ευρωβουλευτές του Ποταμιού, οι άνθρωποι που κατεξοχήν διαχειρίζονται και την επαφή και επικοινωνία του Ποταμιού ιδίως με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές είναι ρητά υπέρ της Συμφωνίας και σε απόσταση από το χειρισμό που σκέφτεται να κάνει η ηγεσία του κόμματος.
Όμως, την ίδια στιγμή ακόμη και εάν τυπικά εγκριθεί η Συμφωνία και ξεκινήσει να «παράγει αποτελέσματα», η απουσία μιας πλειοψηφίας 151 βουλευτών θα αναπαράγει την πολεμική γύρω από αυτό το θέμα, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι δεν θα υπάρχει και ένα προηγούμενο.
Άλλωστε, ακόμη και εάν δεχτούμε ότι ένα ευρύτερο φάσμα του πολιτικού συστήματος επιθυμεί να τελειώνει τώρα τη «εκκρεμότητα», καθώς η μεταφορά της «καυτής πατάτας» δύσκολα θα περιγράφει το τι θα σημαίνει «επαναδιαπραγμάτευση» από επόμενη κυβέρνηση, είναι σαφές και η έλλειψη νομιμοποίησης θα διαμορφώνει και αυτή ένα τοξικό κλίμα για το συγκεκριμένο θέμα που θα μπορούσε να δηλητηριάζει για αρκετά χρόνια την πολιτική ζωή
Όμως, αυτό θα είναι και το τίμημα της κυβερνητικής επιλογής να μην επιδιωχθεί εξαρχής μια ευρύτερη συναίνεση γύρω από ένα θέμα που όντως ήταν ώριμο για επίλυση.