Για φαινόμενα «ακραίας θεσμικής παρακμής» έκανε λόγο ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ Ευ. Βενιζέλος στην Βουλή, που έρχονται ως ένα στάδιο μετά την θεσμική εκτροπή στον χώρο της Δικαιοσύνης «με την κυβέρνηση να την μετατρέπει σε όπλο άσκησης πολιτικών παρεμβάσεων». Όπως τόνισε «όλα αυτά καταλήγουν σε μια τεχνητή κοινοβουλευτική πλειοψηφία πολιτικών ρεταλιών», σημειώνοντας ότι «η δεκαετία του ‘60 ωχριά μπροστά σε αυτά που συμβαίνουν εν έτει 2019».
Μάλιστα υπήρξε ένας διαξιφισμός με τον υπουργό Οικονομικών Ευ. Τσακαλώτο για τον οποίο είπε ο κ. Βενιζέλος ότι «χάσκει ανεπιγνώστως». Ο ίδιος χαρακτήρισε αυθάδη την προσπάθεια του πρωθυπουργού να συγκρίνει αυτά που κάνει με την κυβέρνηση υπό τον Λουκά Παπαδήμο της οποίας ήταν αντιπρόεδρος ως αρχηγός της Κ.Ο. του ΠαΣοΚ που είχε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και η οποία κυβέρνηση Παπαδήμου «πέτυχε την μεγάλη παρέμβαση στο χρέος πάνω στην οποία οικοδομεί ο κ. Τσακαλώτος όλες τις παρεμβάσεις που κάνει για να διευκολύνει την βιωσιμότητα χρέους».
«Γλύφει εκεί που έφτυνε διότι υιοθετεί αναδρομικά την δική μας στρατηγική», πρόσθεσε ο κ. Βενιζέλος ενώ σχετικά με την ρητορική της κυβέρνησης να μην επανέλθει «ο όλεθρος της Δεξιάς», σημείωσε ότι «από το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβερνά με τις πιο ακραίες εκδοχές της Δεξιάς, τις εφαπτόμενες με το βαθύ κράτος». Και μίλησε για «κυνική συνεργασία της δήθεν Αριστεράς με την πιο απόλυτη έκφραση της πιο βαθιάς εκδοχής της άκρας Δεξιάς». Εκείνη τη στιγμή ο κ. Τσακαλώτος ακούστηκε από το υπουργικό έδρανο να τον ρωτά: «Ο Σαμαράς τι είναι;». Και ο κ. Βενιζέλος του απάντησε: «Ο Σαμαράς μπροστά σε εσάς είναι της Βουλής των Λόρδων, εσείς θα δώσετε εξετάσεις για την Βουλή των Κοινοτήτων στην χώρα σας».
Ο πρώην πρόεδρος του ΠαΣοΚ είπε ακόμα ο κ. Τσίπρας εμφανίζεται τώρα ως οπαδός της ελεύθερης επιλογής βουλευτών «που σαν μελισσούλες πετούν από λουλούδι σε λουλούδι και το λένε αυτοί που επέβαλαν την παράδοση των εδρών του Γαβριήλ Σακελλαρίδη και της Βασιλικής Κατριβάνου γιατί ανήκουν στο κόμμα».
«Η κυβέρνηση θέλει να εμφανιστεί ως κυβέρνηση των 151, της απόλυτης πλειοψηφίας, χωρίς να έχει πλειοψηφία για την κύρωση της Συνθήκης των Πρεσπών που είναι ο βασικός προγραμματικός της στόχος. Είναι δυνατόν να ψηφίζουν υπέρ της κυβέρνησης, βουλευτές που διαφωνούν με τη βασική αποστολή που υποτίθεται ότι έχει η κυβέρνηση και χάριν της οποίας ζητά ψήφο εμπιστοσύνης;», διερωτήθηκε ο κ. Βενιζέλος υπογραμμίζοντας ότι «όποιος ψηφίζει υπέρ της κυβέρνησης, ψηφίζει και υπέρ της Συμφωνίας», ενώ διευκρίνισε ότι «και όποιος ψηφίζει υπέρ της Συμφωνίας ή διευκολύνει με την αποχή του την ψήφιση της Συμφωνίας, στηρίζει την κυβέρνηση». Επίσης, αναφέρθηκε σε «αλληλοεκβιασμούς κυβερνητικών εταίρων, μοιρασιές και διακανονισμούς χωρίς προσχήματα, δηλαδή για τον απόλυτο διασυρμό της κοινοβουλευτικής και δημοκρατικής τάξης», ενώ είπε ότι ο κοινός παρονομαστής «είναι ο ωμός κυνισμός της νομής της εξουσίας έστω για λίγο ακόμη, αλλά και ο φόβος, ο φόβος πριν την ήττα που συσπειρώνει συνενόχους».
«Κάθε ημέρα που περνά συνιστά πρόσθετη βλάβη για την εθνική οικονομία και για το εθνικό συμφέρον», υπογράμμισε, ενώ αναφερθείς στο ονοματολογικό των Σκοπίων και την ανοιχτή παρέμβαση της ρωσικής πλευράς στο θέμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, σχολίασε ότι αποδεικνύεται ότι «υπάρχει τεράστιο δυτικό ευρωατλαντικό ενδιαφέρον για την προοπτική των Σκοπίων, την ένταξή του στο ΝΑΤΟ και την ομαλή σχέση τους με την Ευρωπαϊκή Ένωση με προοπτική ένταξης».
«Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές θέσεις, στο momentum αυτό, ήταν και είναι πανίσχυρες και μπορούσαμε να έχουμε διαμορφώσει, εάν υπήρχε εθνική ενότητα και υπεύθυνη κυβέρνηση, την τέλεια συμφωνία, όχι μόνο σε σχέση με τη σύνθετη ονομασία, αλλά και σε σχέση με τη γλώσσα και σε σχέση με την ιθαγένεια και σε σχέση με το πιο προβληματικό από όλα, που είναι η ταυτοτική διάταξη του άρθρου 7 της Συμφωνίας», πρόσθεσε, τονίζοντας ότι «αυτή είναι η μόνη προσέγγιση η οποία μας επιτρέπει, μετά τις εκλογές και με άλλο κοινοβουλευτικό συσχετισμό, να διασφαλίσουμε και πάλι την πραγματική εθνική ενότητα, ιδίως στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας και άμυνας της χώρας».