Η απόφαση για αύξηση των τιμολογίων ρεύματος της ΔΕΗ αναμένεται να ληφθεί εντός των επόμενων 15 ημερών. Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε σήμερα, μιλώντας σε δημοσιογράφους, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης κ. Μανόλης Παναγιωτάκης, η αύξηση κρίνεται επιβεβλημένη, με δεδομένο τον σχεδιασμό για έξοδο της επιχείρησης στις αγορές εντός εξαμήνου. Το ποσοστό της αύξησης, όπως τόνισε ο επικεφαλής της ΔΕΗ θα είναι μονοψήφιο, και αναμένεται να εφαρμοστεί 60 ημέρες μετά τη λήψη της σχετικής απόφασης, δηλαδή τέλος Μαρτίου με αρχές Απριλίου.
«Έχουμε μειώσει τα λειτουργικά μας κόστη, αλλά τα οικονομικά αποτελέσματα επιβάλλουν ότι πρέπει να γίνει επέμβαση στα τιμολόγια», δήλωσε ο κ. Παναγιωτάκης. Το οικονομικό ράλι των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) επιβάλλει την εισαγωγή ρήτρας CO2 στους λογαριασμούς ρεύματος, αν και όπως εξήγησε ο ίδιος, είναι προτιμότερη η επιβολή ρήτρας ΟΤΣ (Οριακή Τιμή Συστήματος, στην οποία εκκαθαρίζεται κάθε μέρα η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας), την οποία έχουν ήδη στα τιμολόγιά τους οι ιδιώτες προμηθευτές. Σύμφωνα με τον ίδιο, μια ρήτρα ΟΤΣ ενσωματώνει και τις διακυμάνσεις της τιμής των ρύπων.
Ερωτώμενος ο κ. Παναγιωτάκης, για το πόσο πιθανό είναι να ληφθεί από την κυβέρνηση μια απόφαση αύξησης των τιμολογίων, σε προεκλογική περίοδο, απάντησε χαρακτηριστικά: «Την ευθύνη θα την πάρουμε εμείς».
Σχετικά με την έκπτωση συνεπείας του 15% στους καλοπληρωτές πελάτες της, ο επικεφαλής τη ΔΕΗ υπογράμμισε ότι ακόμη εκκρεμεί η τελική συζήτηση για να αποφασιστεί το ποσοστό του περιορισμού της.
Όσον αφορά στα βιομηχανικά τιμολόγια, ο κ. Παναγιωτάκης, επεσήμανε ότι γίνεται προσπάθεια διατήρησης των εκπτώσεων, τουλάχιστον για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις.
Διαγωνισμός λιγνιτών: Κερδοφόρα η Μεγαλόπολη μετά την εθελουσία
Ο επικεφαλής της ΔΕΗ μίλησε και για τα «αγκάθια» της αποεπένδυσης. «Μετά την αποχώρηση (με το πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου) των 244 από τους 1.017 εργαζόμενους στη Μεγαλόπολη, οι δύο μονάδες θα είναι κερδοφόρες», σημείωσε. Όπως επεσήμανε, οι συγκεκριμένες μονάδες, το τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου «μπήκαν μέσα τρία εκατ. ευρώ». Όμως, για κάθε 100 παλιούς εργαζομένους που αποχωρούν, σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, η επιχείρηση γλιτώνει 6.5 με 7 εκατ. το χρόνο. «Το κόστος για την αποχώρηση των 244 το παίρνει η ΔΕΗ και οι μονάδες καθίστανται κερδοφόρες μόνο από αυτό», τόνισε, επισημαίνοντας ότι εάν υπολογιστούν και τα ΑΔΙ τότε οι τρεις επενδυτές που εξακολουθούν να δείχνουν ενδιαφέρον (οι κοινοπραξίες Seven Energy – ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ και China Energy Group – όμιλος Κοπελούζου καθώς και ο όμιλος Μυτιληναίος) «μπορούν να δώσουν ένα καλό τίμημα».
Σχετικά με τη μονάδα «Μελίτη Ι» της Φλώρινας, παραμένει ως πρόβλημα το κόστος εφοδιασμού της από το ορυχείο της Αχλάδας. Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, βρίσκονται σε εξέλιξη διαπραγματεύσεις με τον ιδιοκτήτη. «Οι επιλογές για τον ιδιώτη ιδιοκτήτη της Αχλάδας είναι δύο. Η μία είναι να υπογράψουμε σύμβαση για πέντε χρόνια, με μια τιμή πέντε ευρώ χαμηλότερα από ότι αγοράζουμε σήμερα (σ.σ. 23 ευρώ ανά τόνο λιγνίτη). Αυτό θα επιφέρει κέρδος 12.5 εκατ. ευρώ. Διαφορετικά, μπορεί να επιμείνει στη σημερινή σύμβαση, με τον κίνδυνο όταν αυτή λήξει, ο τότε ιδιώτης ιδιοκτήτης της Μελίτης να έχει βρει άλλο τρόπο τροφοδοσίας της μονάδας», ανέφερε ο κ. Παναγιωτάκης.
Στόχος 2 εκατ. καταναλωτές στο e-bill
Τους 800.000 έχουν φτάσει οι καταναλωτές που κάνουν χρήση της ηλεκτρονικής υπηρεσίας e-bill της ΔΕΗ. Από αυτούς, οι 600.000 προμηθεύονται τους λογαριασμούς τους αποκλειστικά ηλεκτρονικά. Σύμφωνα με τον κ. Παναγιωτάκη, στόχος της επιχείρησης είναι οι καταναλωτές που χρησιμοποιούν την υπηρεσία e-bill να φτάσουν τα 2 εκατ. έως το τέλος του 2019. Γι΄ αυτό, εκτός από τη χρέωση του 1 ευρώ στους έντυπους λογαριασμούς θα θεσπιστεί επιπλέον κίνητρο μείωσης κατά 1 ευρώ των ηλεκτρονικών λογαριασμών.
Συνολικά, οι συνεπείς πελάτες της επιχείρησης υπολογίζονται σε τέσσερα εκατομμύρια, ενώ οι τελικοί πελάτες (εκείνοι που έχουν διακόψει την ηλεκτροδότηση του ακινήτου τους για διάφορους λόγους) είναι 600.000 και οφείλουν περίπου 800 εκατ. ευρώ στη ΔΕΗ. Όσο για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές σε μέση και χαμηλή τάση φτάνουν στα 1,7 δισ. ευρώ, στην υψηλή τάση τα 400 εκατ. ευρώ ενώ οι οφειλές του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα εκτιμώνται σε 200 εκατ. ευρώ.