Κανονικά την ώρα που ο Τσίπρας κατηγόρησε τον Μητσοτάκη ότι δεν πρέπει να μιλάει για αποστασία επειδή είναι ο γιoς του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, θα έπρεπε και ο Κυριάκος να απαντήσει ότι «κι εσύ δεν πρέπει να μιλάς για δημοκρατία γιατί ο πατέρας σου έκανε δουλειές με τη Χούντα».
Γιατί όταν αρχίζει η πολιτική αντιπαράθεση να γίνεται με όρους τι έκανε ο πατέρας του ενός και του άλλου και μπλέκουμε με την «οικογενειακή ευθύνη», τότε είναι σαφές ότι έχουμε πιάσει πολιτικά πάτο.
Ο Μητσοτάκης δεν απάντησε σε αυτόν τον τόνο. Από αυτή την άποψη ευτυχώς.
Όμως, το στίγμα της κίνησης του Τσίπρα έμεινε.
Γιατί σήμερα ο Τσίπρας έδειξε ότι το μόνο που θέλει είναι να μιμηθεί την αισθητική των αντιπαραθέσεων του Αντρέα Παπανδρέου με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη για να ξεφουρνίσει το αφήγημα ότι είναι η νέα «δημοκρατική παράταξη».
Μόνο που ο Παπανδρέου και ο Μητσοτάκης αντάλλασσαν σκληρές κουβέντες και όχι ύβρεις και δεν έμπλεκαν τα σόγια τους.
Και σε τελική ανάλυση αντιπροσώπευαν όντως δύο ιστορικά πολιτικά ρεύματα και ταυτόχρονα τις δύο μεγάλες παρατάξεις της ελληνικής πολιτικής ζωής.
Δεν καυγάδιζαν για το ποιο κόμμα θα αναλάβει να διαχειριστεί την ίδια μνημονιακή πολιτική.
Γιατί, κακά τα ψέματα, ούτε από την πλευρά της αντιπολίτευσης ακούστηκαν προγραμματικές τοποθετήσεις.
Η κλασική πολεμική ακούστηκε για το στημένο θίασο.
Και πώς να υπάρξει ουσιαστική πολιτική αντιπαράθεση τώρα που τα μνημόνια τελείωσαν αλλά μας έμειναν τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Που έφυγε η Τρόικα αλλά έμειναν τα τεχνικά κλιμάκια.
Που δεν περιμένουμε πια τη «δόση» μας, αλλά και πάλι υπό αξιολόγηση είμαστε.
Αυτή είναι σήμερα η πραγματική τραγωδία του πολιτικού σκηνικού.
Κόμματα και πολιτικοί, που έμαθαν ότι πολιτική είναι απλώς να βρίσκεις τρόπους να εφαρμόζεις μνημόνια καλούνται να διαχειριστούν τις τύχες μιας πληγωμένης χώρας χωρίς να έχουν πραγματικά ούτε σχέδιο ούτε πρόγραμμα.
Και γι’ αυτό το λόγο «παίζουν» πολιτική αντιπαράθεση, σαν τα πιτσιρίκια που «παίζουν πόλεμο».
Γιατί ακόμη και στα σοβαρά θέματα που θα μπορούσαν να είχε υπάρξει και σοβαρή συζήτηση αυτή δεν έγινε.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να λύσει το Μακεδονικό, επειδή το ζήτησαν οι αμερικάνοι, χωρίς να ζητήσει σοβαρά ανταλλάγματα στα άλλα εθνικά θέματα και με την ελπίδα ότι το θέμα θα διασπούσε τη δεξιά.
Και η ΝΔ που συμφωνεί με τη σύνθετη ονομασία αποφάσισε να πάει με σκληρή γραμμή απλώς και μόνο επειδή εκτίμησε ότι τη βολεύει εκλογικά.
Είναι αυτή μια εικόνα που εμπνέει εμπιστοσύνη για το μέλλον;
Ίσως και γι’ αυτό η κοινωνία γυρνάει την πλάτη σε αυτού του είδους την πολιτική αντιπαράθεση που γίνεται για το φαίνεσθαι και όχι για την ουσία.
Μόνο που δεν μπορεί και να στραφεί κάπου για να βρει ελπίδα.