Ξεκίνησε επισήμως η αυξημένη δραστηριότητα της εποχικής γρίπης στη χώρα μας, με το πανδημικό στέλεχος – το γνωστό σε όλους πλέον Α(Η1Ν1) – να αποτελεί φέτος (σύμφωνα τουλάχιστον με τα έως τώρα δεδομένα) τον «πρωταγωνιστή» του κύματος.
Οι επιστήμονες από την πλευρά τους σημειώνουν ότι η επιδημιολογία του νοσήματος, μετά την πανδημία του 2009, έχει πλέον αποκτήσει τα χαρακτηριστικά της συνήθους εποχικής έξαρσης, προσθέτουν εντούτοις ότι η πιο συνηθισμένη ίωση του χειμώνα δεν παύει να είναι απρόβλεπτη ως προς την πορεία της και τη δυναμική της.
«Έχουμε εισέλθει επίσημα σε φάση ανόδου του κύματος εποχικής γρίπης» επιβεβαιώνει στα «ΝΕΑ» η Θεανώ Γεωργακοπούλου,υπεύθυνη του Τμήματος Επιδημιολογικής Επιτήρησης του ΚΕΕΛΠΝΟ.
«Το γεγονός ότι επικρατεί το πανδημικό στέλεχος στη χώρα μας είναι ένα δεδομένο που πρέπει να διαχειριστούμε. Επρόκειτο για ένα δυναμικό στέλεχος και ίσως θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για περισσότερες εισαγωγές. Στην Ευρώπη η εικόνα διαφοροποιείται καθώς τόσο ο Α(Η3Ν2) όσο και ο Α(Η1Ν1) έχουν ίδια δραστηριότητα και συνεπώς ευθύνονται σχεδόν για ισάριθμα περιστατικά» προσθέτει η Θεανώ Γεωργακοπούλου.
Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Κέντρου, ο αριθμός των ασθενών που παρουσίασαν σοβαρές επιπλοκές με αποτέλεσμα να κριθεί αναγκαία η νοσηλεία τους σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) έφτασε τους 12, με τη συντριπτική πλειονότητα αυτών να έχει εισαχθεί τις τελευταίες δύο εβδομάδες.
Υπό τα δεδομένα αυτά και ενώ η κορύφωση της γρίπης καταγράφεται παραδοσιακά κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο, φέτος οι επιστήμονες αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο να ξεκινήσει περί τα τέλη Ιανουαρίου.
Και καθώς το αντιγριπικό εμβόλιο αποτελεί – σύμφωνα με την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα – το πλέον αποτελεσματικότερο μέσο προστασίας, η Γεωργακοπούλου, απευθυνόμενη στους πολίτες με έμφαση σε όσους ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, υπογραμμίζει ότι «υπάρχει ακόμη χρόνος για να εμβολιαστεί κανείς».
Και αυτό διότι επαρκές επίπεδο αντισωμάτων επιτυγχάνεται συνήθως μέσα σε δύο έως τρεις εβδομάδες από τον εμβολιασμό.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι οι 11 από τους 12 ασθενείς που εμφάνισαν σοβαρές επιπλοκές στη χώρα μας ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου, μόνο οι δύο ήταν εμβολιασμένοι. Πάντως, έχει αναφερθεί μόνο ένα θανατηφόρο κρούσμα γρίπης και αφορά έναν 49χρονο άνδρα με επιβαρυμένο ιστορικό, αλλά χωρίς εμβολιαστική θωράκιση.
Οπως, άλλωστε, προκύπτει από νέα μελέτη του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), στα κράτη – μέλη της ΕΕ δεν έχει επιτευχθεί, παρά τις επίμονες προσπάθειες ευαισθητοποίησης, η απαραίτητη εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού (σε ποσοστό δηλαδή 75%).
Και ενώ η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται σε επιφυλακή, δεδομένου ότι ο ιός της γρίπης είναι απρόβλεπτος, ο ελληνικός πληθυσμός βρίσκεται αντιμέτωπος με τις ελλείψεις του δημόσιου συστήματος Υγείας.
Ειδικότερα, οι ασφαλισμένοι βρίσκονται στον «αέρα» εν απουσία οικογενειακών γιατρών. Πιο συγκεκριμένα, από τους 4.000 γιατρούς που σύμφωνα πάντα με τον σχεδιασμό θα στελέχωναν τις δομές της Πρωτοβάθμιας, υπηρετούν μόλις 250 στις Τοπικές Μονάδες Υγείας (ΤΟΜΥ), ενώ άλλοι 700 ιδιώτες, παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παιδίατροι, έχουν υπογράψει σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ.
Η «μαύρη τρύπα» που έχει προκληθεί προκύπτει από το γεγονός ότι από τον περασμένο Αύγουστο έληξαν οι συμβάσεις τουλάχιστον 1.700 παθολόγων, οι οποίοι εξέταζαν δωρεάν τους ασφαλισμένους του ΕΟΠΥΥ, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται δραματικά το ποσοστό των ασθενών που έχουν πρόσβαση σε «δωρεάν» παθολόγο.
Συνεπώς, στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ασφαλισμένοι έχουν μείνει με δύο επιλογές (της ταλαιπωρίας ή της οικονομικής επιβάρυνσης): αφενός τις δημόσιες ουρές των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας και αφετέρου τον ιδιωτικό τομέα με ιδιωτική δαπάνη.