Με νέους μύθους στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής ξεκίνησε το 2019. Από πού προέρχεται η μεγαλύτερη απειλή ασφάλειας για την Ελλάδα είναι γνωστό. Από την Τουρκία. Τι κάνει όμως η Ελλάδα για να ελαχιστοποιήσει (ή και να ακυρώσει) την απειλή αυτή; Σχεδόν τίποτα το πολιτικά και στρατηγικά σημαντικό. Ή μάλλον το αντίθετο, προβαίνει σε μια σειρά από ενέργειες χωρίς στρατηγική σκέψη βάθους, οι οποίες μάλλον οξύνουν την απειλή και συντείνουν στη διαχρονική επιβίωσή της. Και παράλληλα καλλιεργεί μύθους για δήθεν «νέους ρόλους» που αναλαμβάνει, μύθους που κινδυνεύει να πιστέψει και η ίδια με εξόχως ζημιογόνες συνέπειες. Και το πολιτικό σύστημα συνολικά μάλλον αδιαφορεί. Τρεις είναι οι μύθοι τελευταίας εσοδείας. Πρώτον, ο (δήθεν) άξονας, συμμαχία (όπως έχει ονομαστεί) μεταξύ Ελλάδας, Ισραήλ, Κύπρου, που με τη συμμετοχή των ΗΠΑ θα λειτουργήσει ως ασπίδα, ανάχωμα για την Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία. Πρόκειται για επικίνδυνη φενάκη. Ξεκινά από εξόχως εσφαλμένες υποθέσεις: πρώτον, ότι οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας βρίσκονται σε ανεπανόρθωτη ρήξη και επομένως στο ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης η Τριμερής (και με τις ΗΠΑ ως Τετραμερής) θα βρεθεί αυθορμήτως στο πλευρό της Ελλάδας. Η υπόθεση αυτή είναι πέρα για πέρα εσφαλμένη. Οι τελευταίες εξελίξεις το επιβεβαιώνουν. Οι σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας, παρά τις πρόσφατες εντάσεις, έχουν βάθος και πάντως τον τελευταίο καιρό έχουν μπει σε φάση βελτίωσης, με την προοπτική μάλιστα ο Ντόναλντ Τραμπ να επισκεφθεί την Αγκυρα σύντομα.
Οι ΗΠΑ προσφέρουν ήδη το αντιπυραυλικό σύστημα Patriot στην Τουρκία ενώ με την αποχώρησή τους από τη Συρία αφήνουν ελεύθερη την Τουρκία «να χειριστεί» τους Κούρδους, όπως και απαιτούσε. Ο πραγματικός νικητής από την αποχώρηση των ΗΠΑ από τη Συρία είναι, εκτός από τη Ρωσία, η Τουρκία, γράφουν οι «Financial Times». Και ορθώς. Τα όσα λέει ο υφυπουργός Γουές Μίτσελ για την Ελλάδα και την Τουρκία δεν έχουν καμία ιδιαίτερη βαρύτητα ή αξία. Την πολιτική απέναντι στην Αγκυρα την καθορίζει ο ίδιος ο πρόεδρος Τραμπ με τα γνωστά του παρορμητικά κριτήρια. Ετσι η υπόθεση ότι δήθεν οι ΗΠΑ έχουν επιλέξει την Ελλάδα ως στρατηγικό εταίρο έναντι της Τουρκίας αποτελεί «παραμύθι για μικρά παιδιά». Η Τουρκία παραμένει ο δυνητικά στρατηγικός εταίρος για την Ουάσιγκτον και οι ΗΠΑ με γνώμονα αυτό θα διαμορφώσουν την οποιαδήποτε θέση τους στο ενδεχόμενο μιας ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Ας μην έχουμε αυταπάτες. Αλλωστε ακόμα και ο Μίτσελ στην πρόσφατη συνέντευξή του τόνισε ότι η Τουρκία «μάς είναι πραγματικά απαραίτητη», ενώ για τον ρόλο της Ελλάδας επισήμανε ότι δεν θα πρέπει «να νοείται ως αντικατάσταση της Τουρκίας» (Καθημερινή, 16/12). Παρά ταύτα, στην Αθήνα αρκετοί φαντασιώνονται «νέους ρόλους» για τη χώρα με την υποστήριξη των ΗΠΑ.
Από την άλλη μεριά, έχει γίνει σαφές ότι οι ΗΠΑ ελάχιστα ενδιαφέρονται για την περιοχή της Μέσης Ανατολής (και κατ’ επέκταση της Ανατολικής Μεσογείου). Το αντίθετο, οι ΗΠΑ αποχωρούν από την περιοχή, όπως πιστοποιεί και η απόσυρση όλων των στρατευμάτων τους από τη Συρία, παρά την αντίθετη άποψη των ευρωπαίων συμμάχων (αλλά και του υπουργού Αμυνας Τζιμ Μάτις, ο οποίος για τον λόγο αυτόν άλλωστε παραιτήθηκε). Το πραγματικό ενδιαφέρον των ΗΠΑ εστιάζεται κυρίως στον Ειρηνικό, και ειδικότερα στην Κίνα, και στη σχεδόν παρανοϊκή εμμονή Τραμπ στο Ιράν.
Ο δεύτερος συγγενής μύθος που οικοδομήθηκε πάνω στις παραπάνω ψευδαισθήσεις αφορά τον ιδιαίτερο και αυτοτελή ρόλο-στάση των ΗΠΑ και συνδέεται με τη στενή πρόσδεση σε σημείο εξάρτησης της χώρας με την Ουάσιγκτον που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ επιχειρεί. Εδώ και καιρό είχαμε επισημάνει ότι η πολιτική αυτή – της τυφλής πρόσδεσης – ήταν «χωρίς αρχές και χωρίς μακροχρόνια θεώρηση των ελληνικών συμφερόντων» («Η πρόσδεση στις ΗΠΑ», «Τα Νέα», 12.10.2018). Οι τρέχουσες εξελίξεις επιβεβαιώνουν πλήρως την εκτίμηση αυτή.Ενας τρίτος μύθος που διακινείται τελευταία είναι αυτός του αγωγού East Med που θα καταστήσει την Ελλάδα περιούσια χώρα στον ενεργειακό χάρτη. Ο αγωγός αυτός θα συνδέσει – υποτίθεται – την Ανατολική Μεσόγειο (Ισραήλ, Κύπρο, Ελλάδα) με την Ευρώπη για τη μεταφορά του φυσικού αερίου της περιοχής. Μακάρι να μπορούσε να γίνει. Αλλά δεν πρόκειται – με τα σημερινά δεδομένα τουλάχιστον – να γίνει. Πρόκειται για έναν βολικό μύθο. Το οικονομικό κόστος, οι εδαφολογικές συνθήκες της Μεσογείου, τα σημερινά τεχνολογικά δεδομένα, καθώς και η αβεβαιότητα γύρω από τις ακριβείς ποσότητες φυσικού αερίου καθιστούν αυτό το (μάλλον φαραωνικό) project ανέφικτο, όπως λένε όλες οι σοβαρές μελέτες. Αλλά, όπως ορθώς έχει παρατηρηθεί, ο East Med είναι ένα «πολιτικό project». Αποβλέπει ουσιαστικά να παρακάμψει την Τουρκία ως χώρα διέλευσης. Οπως «πολιτικό project» είναι και οι τριμερείς συμμαχίες. Το θεμελιακό ερώτημα όμως είναι: Ελαχιστοποιείται έτσι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει η Τουρκία για την Ελλάδα και μεγιστοποιούνται τα ελληνικά συμφέροντα με την επίλυση, μεταξύ άλλων, των διαφορών με τη χώρα αυτή; Η απάντηση είναι ένα ηχηρό «Οχι». Οσο η Ελλάδα εμφανίζεται ή προσλαμβάνεται ότι με την πολιτική της επιδιώκει τον αποκλεισμό ή την περικύκλωση της Τουρκίας τόσο η τελευταία γίνεται πιο επιθετική και απρόβλεπτη. Ο στρατηγικός στόχος της Ελλάδας θα έπρεπε να είναι ο ακριβώς αντίθετος: το «κλείδωμα» της Τουρκίας με τη συμμετοχή της με τους αυτονόητα ίδιους όρους στις περιφερειακές και κυρίως ευρωπαϊκές διαδικασίες. Κάνουμε μάλλον το αντίθετο. Μόλις τελευταία δηλώσαμε, π.χ., ότι δεν πρόκειται να δεχθούμε τη σύνδεση της Τουρκίας με τις διαδικασίες της ευρωπαϊκής αμυντικής ολοκλήρωσης (μέσω της PESCO). Λάθος.
Ακολουθούμε πολιτική χωρίς μακροχρόνια στρατηγική θεώρηση βάθους και με επιλογές αδιεξόδου και διαιώνισης των προβλημάτων. Αναζητούμε νέους ρόλους όταν έχουμε έναν και σημαντικό αλλά δεν τον αξιοποιούμε: αυτόν του μέλους της ΕΕ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει παράλληλα να έχουμε τις καλύτερες δυνατές σχέσεις με τις χώρες της περιοχής και επέκεινα.
Ο κ. Π. Κ. Ιωακειμίδης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, π. πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ, είναι μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου του FEPS.