Οι κινεζικές αρχές υπολογίζεται ότι κρατούν τουλάχιστον 800.000 αλλά μπορεί και περισσότερους από 2 εκατομμύρια Ουιγούρους (μουσουλμανική μειονότητα της Δυτικής Κίνας), Καζάκους και άλλα μέλη μουσουλμανικών μειονοτήτων σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τον Απρίλιο του 2017. Τα στρατόπεδα αυτά, τα οποία το Πεκίνο ονομάζει «κέντρα επανεκπαίδευσης», βρίσκονται στην επαρχία Σιντζιάνγκ, η οποία υπόκειται σε δρακόντεια μέτρα ασφαλείας.
Το Πεκίνο απορρίπτει τα διεθνή δημοσιεύματα για τον εγκλεισμό των μουσουλμάνων ως «fake news» και «φήμες», υποστηρίζοντας ότι απλώς έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για να πατάξει τον ισλαμιστικό εξτρεμισμό ανάμεσα στους Ουιγούρους. Την περασμένη εβδομάδα οδήγησε μερικούς δημοσιογράφους σε τρία κέντρα «επαγγελματικής κατάρτισης», όπως τα ονομάζει, στο Σιντζιάνγκ. Σύμφωνα με δημοσιογράφο του Reuters που ήταν παρών, οι έγκλειστοι στα κέντρα αυτά μπορούν να φύγουν μόνο αφού «φθάσουν σε ένα ορισμένο επίπεδο μανδαρινικής γλώσσας και αποριζοσπαστικοποίησης».
Νόμος με αυστηρές ποινές
Τα «κέντρα επανεκπαίδευσης» αποτελούν μέρος μιας γενικότερης πολιτικής του Πεκίνου προς τις μειονότητες, τις οποίες αναγκάζει να εγκαταλείψουν τη μητρική γλώσσα και τη θρησκεία τους. Ωστόσο αυτό που συμβαίνει ειδικά με τους Ουιγούρους δεν έχει προηγούμενο όσον αφορά την κλίμακα – περισσότερο από το ένα δέκατο του πληθυσμού τους υπολογίζεται ότι κρατείται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Αυτή την εβδομάδα το Πεκίνο πέρασε νόμο για να «σινοποιήσει» το Ισλάμ μέσα σε μία πενταετία προκειμένου «να είναι συμβατό με τον σοσιαλισμό». Υπάρχουν, για παράδειγμα, αυστηρές ποινές για όσους αρνούνται να φάνε χοιρινό. Οι επικριτές παραλληλίζουν τη «σινοποίηση του Ισλάμ» με εθνοκάθαρση. Στη Δύση, οι αντιδράσεις είναι χλιαρές και περιορίζονται σε καταδίκες των μαζικών κρατήσεων και του περιορισμού της θρησκευτικής ελευθερίας. Αλλά το πιο εντυπωσιακό, σύμφωνα με την «Washington Post», είναι η σιωπή από τα δεκάδες μουσουλμανικά κράτη. Αυτό οφείλεται στην αυξανόμενη γεωπολιτική επιρροή της Κίνας. Πέρυσι ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ υποσχέθηκε 20 δισ. δολάρια σε δάνεια προς αραβικές χώρες, καθώς και 100 εκατ. δολάρια ως βοήθεια σε χώρες όπως η Συρία και η Υεμένη. Λαμπρό παράδειγμα ο τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος πριν από 10 χρόνια καταδίκαζε τη «γενοκτονία» των Ουιγούρων ενώ τώρα δεν βγάζει τσιμουδιά, εφόσον εξασφάλισε σημαντικές κινεζικές επενδύσεις στην παραπαίουσα τουρκική οικονομία. Οχι μόνο δεν βγάζει τσιμουδιά αλλά και υπονόησε ότι η Κίνα είναι θύμα «κατασκευασμένων» κατηγοριών από τα μέσα ενημέρωσης.
Κρατούνται 1,1 εκατομμύριο άνθρωποι
Οι μέθοδοι του Πεκίνου, αν και στρέφονται εναντίον μουσουλμάνων, έχουν απήχηση σε αυταρχικούς μουσουλμάνους ηγέτες. «Η πάταξη των Ουιγούρων από την κινεζική κυβέρνηση βασίζεται στην υπόθεση ότι ο νόμος και η τάξη μπορούν να εξασφαλιστούν εξαλείφοντας τους εχθρούς της κυβέρνησης μέσα σε μια κοινωνία» έγραψε ο τούρκος αρθρογράφος Μουσταφά Ακιόλ. «Αυτή είναι αυταρχική γλώσσα, την οποία καταλαβαίνουν καλά οι περισσότεροι μουσουλμάνοι ηγέτες. Είναι η δική τους γλώσσα». Αλλωστε μπορεί ακόμα και να παίρνουν ως παράδειγμα την Κίνα, όπου «η οικονομία αναπτύσσεται χωρίς δυτικές ενοχλήσεις όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία του λόγου ή οι περιορισμοί στην κυβέρνηση» πρόσθεσε. Το Πεκίνο υποστηρίζει ότι συλλαμβάνει ουιγούρους υπόπτους για τρομοκρατία, όμως στην πραγματικότητα συλλαμβάνει ακόμα και ποιητές και όποιον έχει σχέση με τον πολιτισμό της μειονότητας, σε μια προσπάθεια «να καταστρέψει την ταυτότητα των Ουιγούρων», όπως καταγγέλλουν οργανώσεις τους στην Ευρώπη. «Ως και 1,1 εκατομμύριο άτομα, ή το 11,5% του πληθυσμού των Ουιγούρων, πιστεύεται ότι κρατούνται σε στρατόπεδα. Εκεί εξαναγκάζονται να απαρνηθούν τη μουσουλμανική θρησκεία και τη γλώσσα τους, και να αποστηθίσουν τους κινεζικούς χαρακτήρες και προπαγανδιστικά τραγούδια. Η «επαγγελματική κατάρτιση» είναι στην πραγματικότητα καταναγκαστική εργασία. Οι βασανισμοί και οι θάνατοι είναι συνηθισμένοι. Χιλιάδες παιδιά έχουν χωριστεί από τους γονείς τους και έχουν τοποθετηθεί σε ένα χωριστό δίκτυο ορφανοτροφείων» ανέφερε κύριο άρθρο της «Washington Post».
Εργοστάσια παραγωγής
Σύμφωνα με το Associated Press, τα «κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης» χρησιμοποιούνται στην πραγματικότητα σαν εργοστάσια παραγωγής φθηνών προϊόντων προς εξαγωγή. «Αγκαθωτό σύρμα και εκατοντάδες κάμερες περιβάλλουν ένα τεράστιο συγκρότημα με περισσότερους από 30 κοιτώνες, αποθήκες και εργαστήρια. Το φυλάσσουν δεκάδες οπλισμένοι φρουροί και ένα ντόμπερμαν. Πίσω από τις κλειδωμένες πύλες, άντρες και γυναίκες ράβουν αθλητικά ρούχα που μπορεί να καταλήξουν στις ΗΠΑ» έγραψε το ΑΡ. «Η κινεζική κυβέρνηση αναγκάζει τους κρατουμένους να εργαστούν σε εργοστάσια παρασκευής προϊόντων ή τροφίμων. Μερικά βρίσκονται εντός των στρατοπέδων συγκέντρωσης, άλλα ανήκουν σε ιδιώτες, επιδοτούνται από το κράτος και οι κρατούμενοι στέλνονται εκεί όταν απελευθερωθούν».
Η Deutsche Welle αναρωτήθηκε αν η Κίνα μπορεί να πετύχει τον πενταετή στόχο «σινοποίησης του Ισλάμ». Η πολιτική της περιλαμβάνει την εξαφάνιση των αραβικών επιγραφών και την αντικατάστασή τους από κινεζικές, την εξάλειψη των συμβόλων της μουσουλμανικής κουλτούρας, όπως τα τζαμιά, και την αποκοπή των κινέζων μουσουλμάνων από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους στον κόσμο. Ειδικοί προειδοποιούν ότι μπορεί να ξεσπάσουν συγκρούσεις ανάμεσα στις μουσουλμανικές κοινότητες και τις τοπικές αρχές σε πολλές επαρχίες της χώρας, όπως συνέβη στη Νινγκσία και στη Γιουνάν τα τελευταία χρόνια, καθώς οι μουσουλμανικές κοινότητες δεν θα δεχθούν εύκολα τα μέτρα σινοποίησης του πολιτισμού τους.