Εάν κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν εκείνο που χαρακτηρίζει ένα έργο τέχνης -και ιδιαίτερα ένα αριστούργημα- είναι η μοναδική ‘αχλύς’ που το περιβάλλει, ένα από τα παγκόσμια αριστουργήματα, η διάσημη Τζοκόντα ή αλλιώς Μόνα Λίζα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, κινδυνεύει τώρα ελέω επιστήμης να χάσει το πιο σημαντικό στοιχείο της ‘αχλύος’ της αυτής.
Πρόκειται για το ιδιαίτερο «Φαινόμενο της Μόνα Λίζα» (Mona Lisa Effect) που περιγράφει την εντύπωση η οποία δημιουργείται στον θεατή ότι τα μάτια του προσώπου του πίνακα τον παρακολουθούν ενώ εκείνος μετακινείται μπροστά από την εικόνα, το οποίο αποδιδόταν στην απαράμιλλη καλλιτεχνική δεξιότητα και στις εξειδικευμένες γνώσεις του Λεονάρντο για την ανθρώπινη ανατομία. Αυτό τώρα τίθεται υπό αμφισβήτηση από τους ερευνητές του τμήματος Τεχνολογίας Γνωστικής Διάδρασης (Cluster of Excellence Cognitive Interaction Technology -Citec) του Πανεπιστημίου του Μπίλεφελντ στη Γερμανία.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν αίφνης πως το φαινόμενο αυτό δεν παρατηρείται ούτε κατ’ελάχιστον στον πίνακα του Λεονάρντο. Συνεπώς το μυθικό αυτό περίβλημα που περιβάλλει τη Μόνα Λίζα είναι ένα ψεύδος -τουλάχιστον αυτό υποστηρίζουν στο περιοδικό «i-Perception» οι Γκέρντοτ Χόρστμαν και Σεμπάστιαν Λοτ.
«Οι άνθρωποι είναι πολύ ικανοί στο να αξιολογούν εάν κάποιος τους παρατηρεί, η αντιληπτική ψυχολογία το έχει αποδείξει από τη δεκαετία του 1960», τονίζει ο Χόρστμαν, που ειδικεύεται στη μελέτη της κίνησης των ματιών και στην προσοχή. «Οι άνθρωποι δύνανται να αισθάνονται πως τους παρακολουθούν οι φωτογραφίες και οι πίνακες, εάν το υποκείμενο που απαθανατίζεται στον πίνακα κοιτάζει ακριβώς μπροστά του, δηλαδή υπό μηδενική γωνία», προσθέτει.
Όπως τονίζουν στο άρθρο τους «Η πλάνη της Μόνα Λίζα—Οι επιστήμονες βλέπουν να τους κοιτάζει, καίτοι δεν το κάνει (The Mona Lisa Illusion—Scientists See Her Looking at Them Though She Isn’t, vol.10(1), 1-5) ότι «εάν οι συμμετέχοντες σε έρευνες αισθάνονται (ή έχουν μία ισχυρή επιθυμία) να τους κοιτάζουν είναι μία κρίση δεκτική σε μη αντιληπτικές πληροφορίες, περιλαμβανομένων (προκατασκευασμένων) πεποιθήσεων».
Αλλά και τα στατιστικά ευρήματα της μελέτης συνηγορούν κατά της επικρατούσας άποψης πως το βλέμμα της Μόνα Λίζα ακολουθεί κατά πόδας τον θεατή. «Απεναντίας η γραμμή της θέασης και όλα τα τεμνόμενα σημεία της μετατοπίζονται με την εικόνα, είτε προς τα δεξιά, είτε προς τα αριστερά».
«Εάν το βλέμμα είναι ελαφρώς πλάγιο, πάλι θα μπορούσες να αισθανθείς πως σε παρακολουθούν. Σε αυτή την περίπτωση η αντίληψη θα ήταν ότι το θέμα του πίνακα κοιτάζει προς το αυτί του θεατή και αντιστοιχεί σε γωνία περίπου 5 μοιρών. Εάν όμως η οπτική γωνία μεγαλώσει, τότε η εντύπωση τούτη εξαφανίζεται», βεβαιώνει ο ειδήμων.
«Περιέργως δεν είναι αναγκαίο να στεκόμαστε ακριβώς ενώπιον του θέματος στον πίνακα για να έχουμε την εντύπωση πως μας παρακολουθεί», δηλώνει από την πλευρά του ο Λοτ. Εάν το φαινόμενο Μόνα Λίζα «υφίσταται αφ’ εαυτού του και είναι αναντίρρητο και αποδείξιμο, ακριβώς με τη Μόνα Λίζα, απ’ όλους τους πίνακες, δεν έχουμε αυτήν την εντύπωση».
Στα συμπεράσματά τους οι δύο επιστήμονες τονίζουν πως «η Μόνα Λίζα δεν πληροί τις προϋποθέσεις του φερώνυμου φαινομένου. Δεν κοιτάζει τον θεατή. Έτσι, οι πλευρικές μετατοπίσεις της εικόνας της αντιστοιχούν σε μετατοπίσεις της όλης γεωμετρίας (ΣτΜ του βλέμματος), αντί να είναι μία σταθερή ματιά προς τον θεατή, όπως επιτάσσει το φαινόμενο. Δεν υπάρχει αμφιβολία για την ύπαρξη του ‘φαινομένου Μόνα Λίζα’—μόνο που δεν προκαλείται από αυτή καθαυτή τη Μόνα Λίζα»