Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας είναι μία από τις υψηλότερες θέσεις στην ιεραρχία των εκπροσώπων της αμερικανικής κυβέρνησης. Επιλογή του εκάστοτε αμερικανού προέδρου είναι συχνά ο πιο στενός συνεργάτης του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ασφαλείας, ακόμη και εάν στην περίπτωση του προέδρου Τραμπ τα πράγματα είναι κάπως πιο δύσκολα εάν σκεφτούμε ότι ο Τζον Μπόλτον είναι ο τρίτος Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, ενώ συχνά παίρνει αποφάσεις χωρίς απαραίτητα να τους συμβουλευτεί.
Με αυτή την έννοια έχουν ιδιαίτερη σημασία τα όσα έγιναν στην Άγκυρα στις 8 Ιανουαρίου, όπου ο Τζων Μπολτον, παρότι έφτασε συνοδευόμενος από τον επικεφαλής του γενικού επιτελείου των αμερικανικών ένοπλων δυνάμεων, στρατηγό Τζόζεφ Ντάνφορντ και του ειδικού απεσταλμένου των ΗΠΑ για τη Συρία Τζέιμς Τζέφρεϊ, έγινε δεκτός από τον Τούρκο ομόλογό του, Ιμπραχίμ Καλίν, και όχι από τον Τούρκο πρόεδρο, όπως θα ήταν αναμενόμενο, και αποχώρησε εσπευσμένα από την Τουρκία, μη δίνοντας και την καθιερωμένη συνέντευξη Τύπου.
Αποκλίνουσες απόψεις Τουρκίας και ΗΠΑ για τη συριακή κρίση
Η συνάντηση δεν στέφθηκε από επιτυχία για τον Μπόλτον, εφόσον δεν μπόρεσε να εξασφαλίσει αυτό που ήθελε, δηλαδή εγγυήσεις από την Τουρκία ότι αυτή δεν θα εγγυηθεί την ασφάλεια των Κούρδων και δεν θα προσπαθήσει να εκκαθαρίσει τις κουρδικές «Μονάδες προστασία του λαού» (YPG), με τις οποίες μέχρι τώρα συνεργάζονται οι αμερικανικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Όμως, αυτό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό για την Τουρκία που θεωρεί ότι το YPG είναι τρομοκρατική οργάνωση και παραλλαγή ουσιαστικά του PKK. Επιπλέον, η τουρκική πλευρά επέμεινε οι ΗΠΑ να παραδώσουν στην Τουρκία 16 από τις βάσεις που ελέγχουν στην περιοχή της Συρίας (καθώς εάν αυτές δεν καταστραφούν θα υπάρξει ένας αγώνας δρόμου ανάμεσα στους Κούρδους, τις κυβερνητικές δυνάμεις και άλλες ισλαμιστικές ομάδες), ενώ έθεσε και το ζήτημα τι θα γίνει με τον βαρύ οπλισμό που αφήνουν πίσω οι αμερικανοί, καθώς η Τουρκία δεν επιθυμεί αυτά να πέσουν στα χέρια των κουρδικών ένοπλων ομάδων.
Την τουρκική θέση έκανε σαφή και ο ίδιος ο Ερντογάν που μιλώντας την ίδια μέρα στο κοινοβούλιο υποστήριξε ότι ο «Τζον Μπόλτον έκανε ένα σοβαρό λάθος» για να συμπληρώσει ότι «για εμάς δεν υπάρχει καμία διαφορά ανάμεσα στο YPG, το PKK και το Ισλαμικό Κράτος».
Μάλιστα, ο Ερντογάν υποστήριξε ότι ενώ αυτός είχε μια καθαρή συμφωνία με τον πρόεδρο Τραμπ στην τηλεφωνική συνομιλία που είχαν στις 14 Δεκεμβρίου, υπήρξαν διαφορετικές φωνές σε διάφορα επίπεδα της αμερικανικής κυβέρνησης.
Σε ανάλογο τόνο ΜΜΕ που απηχούν τις απόψεις της τουρκικής κυβέρνησης και του κυβερνώντος AKP όπως είναι η Daily Sabah, που υποστήριξαν ότι υπάρχει ένα «ήπιο πραξικόπημα» εντός της αμερικανικής κυβέρνησης που προσπαθεί να υπονομεύσει τις πολιτικές επιλογές του αμερικανού προέδρου.
Αντίστοιχα, ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Μαχμούτ Τσαβούσογλου, μιλώντας στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της τουρκικής Βουλής υποστήριξε ότι «οι ΗΠΑ έχουν κάποιες δυσκολίες στην αποχώρηση», για να συμπληρώσει ότι αυτό οφείλεται στο ότι για τόσο καιρό είχαν εμπλακεί και συνδεθεί με μια τρομοκρατική οργάνωση και τώρα τους είναι δύσκολο να την αφήσουν.
Οι αμερικανικές ταλαντεύσεις
Όλα αυτά δείχνουν ότι η ξαφνική απόφασή Τραμπ για αποχώρηση των αμερικανών στρατιωτικών που δρουν στη Βορειοανατολική Συρία σε συνεργασία με τις κουρδικές ένοπλες δυνάμεις και για πρόσκληση στην Τουρκία να αναλάβει το βάρος της αναμέτρηση με τις εναπομείνασες δυνάμεις της Ισλαμικού Κράτους στη Συρία, δεν ήταν ακριβώς σε συνεννόηση με τους συμβούλους του, ούτε εξέφραζε το σύνολο της κυβέρνησης και διάφορα κέντρα επιχείρησαν να αντιδράσουν.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί είδαμε η αρχική τοποθέτηση για ταχεία αποχώρηση μετατράπηκε σε μια πιο σταδιακή αποδέσμευση αλλά και στη συνάρτηση της αποχώρησης με εγγυήσεις ασφαλείας για τις κουρδικές δυνάμεις. Άλλωστε, μια ταχεία αποχώρηση των ΗΠΑ τη Συρία δημιουργούσε προβλήματα και σε δυνάμεις όπως το Ισραήλ που εκτιμούν ότι αυτό θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο την παρουσία του Ιράν. Βέβαια, δεν διακυβεύεται προς το παρόν η απόφαση αλλά ο χρόνος και οι ρυθμοί της διαδικασίας απαγκίστρωσης.
Την ίδια στιγμή, ούτως ή άλλως, ΗΠΑ και Τουρκία είχαν μια διαφορετική αντίληψη για την διαχείριση της κατάστασης στη Βορειοανατολική Συρία, εφόσον η Τουρκία κυρίως ενδιαφέρεται να απωθήσει και να αποδυναμώσει τις κουρδικές ένοπλες δυνάμεις και αυτός είναι ο βασικός σκοπός από την πρώτη στιγμή που έθεσε το ζήτημα επιχειρήσεων ανατολικά του Ευφράτη. Αντίθετα, οι ΗΠΑ επιμένουν ότι πρέπει να προστατευτούν οι Κούρδοι κάτι που δήλωσε και ο ίδιος ο Τραμπ.
Τα τουρκικά διλήμματα για την επέμβαση στη Συρία
Όμως, την ίδια στιγμή ούτε η ίδια η Τουρκία ήταν έτοιμη για μια μείζονα επιχείρηση στη βορειοανατολική Συρία που να μπορεί να καλύψει πλήρως το κενός που θα αφήσουν οι ΗΠΑ. Η βασική επιδίωξη της Τουρκίας αρχικά ήταν να μπορέσει να ελέγξει τη συνοριακή ζώνη σε βάθος 10-40 χιλιομέτρων και να αποδυναμώσει το YPG και όχι να αναλάβει την ευθύνη μιας περιοχής που περιλαμβάνει περίπου το ένα τρίτο της συριακής επικράτειας.
Όμως, ο Ερντογάν επιμένει να υποστηρίζει ότι η Τουρκία έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε μονομερείς επιχειρήσεις στην βορειοανατολική Συρία. Όμως, τη γνώμη αυτή φαίνεται ότι δεν συμμερίζεται το σύνολο των τούρκων επιτελών.
Πρόσφατα μάλιστα έγινε γνωστό ότι ο στρατηγός Ισμαήλ Μετίν Τεμέλ, που έχει την ευθύνη των μετώπων στη Συρία και το Ιράκ και χαίρει υψηλής εκτίμησης για το πώς χειρίστηκε τις επιχειρήσεις «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας», και ο ταξίαρχος Μουσταφά Μπουράτ, διοικητής σημαντικής ταξιαρχίας ειδικών δυνάμεων, μεταφέρθηκαν ξαφνικά σε θέσεις γραφείου, με τον τουρκικό Τύπο να αποδίδει την αιτία στη διαφωνία τους με την επέκταση των επιχειρήσεων ανατολικά του Ευφράτη.
Πάντως και η κεμαλική αντιπολίτευση δια στόματος του ηγέτη του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου υποστήριξε ότι δεν μπορεί η Τουρκία να αναλάβει το κόστος των επιχειρήσεων κατά του Ισλαμικού Κράτους και να εμπλακεί ακόμη περισσότερο στη συριακή κρίση.
Την ίδια στιγμή η ίδια η Τουρκία έχει να διαχειριστεί και άλλα προβλήματα. Το αρχικό της σχέδιο ήταν να ξεκινήσει τις επιχειρήσεις ελέγχου της δράσης των Κούρδων με το να αποκτήσει τον έλεγχο της Μανμπίζ, στα δυτικά του Ευφράτη. Όμως, πλέον η ζώνη ασφαλείας στην Μανμπίζ ελέγχεται από συριακές κυβερνητικές δυνάμεις αλλά και ρωσικές περιπόλους, καθιστώντας απίθανη μια τουρκική σύγκρουση μαζί τους.
Την ίδια στιγμή, η Τουρκία παρότι είχε δεσμευτεί ότι θα συνέβαλε στην σταδιακή αντιμετώπιση των ισλαμιστικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ, κάτι που ήταν όρος για να μην προχωρήσουν τα κυβερνητικά σχέδια (με την υποστήριξη της Ρωσίας) για επίθεση στην Ιντλίμπ. Όμως, πλέον στην Ιντλίμπ έχει κυρίως ενισχύει τη θέση της η οργάνωση Ταχρίρ Αλ-Σαμ (ουσιαστικά η Αλ Κάιντα στη Συρία) η οποία πλέον επιτίθεται στις υπόλοιπες ισλαμιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που υποστηρίζονται από την Τουρκία, με την τελευταία να κατηγορείται ότι ευνόησε αυτή την εξέλιξη τραβώντας μέρος των ενόπλων που ελέγχει προς τα σύνορα με τις κουρδικές περιοχές.
Ο Ερντογάν επιμένει ότι η Τουρκία είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να προχωρήσει στις επιχειρήσεις στη βορειοανατολική Τουρκία, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι «μια φορά και ένα καιρό η Αϊσέ είχε πάει διακοπές. Και εμείς μπορούμε να επισκεφτούμε ξαφνικά». Ως γνωστόν η φράση «η Αϊσέ πρέπει να πάει διακοπές» ήταν ο κωδικό σύνθημα για να ξεκινήσει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Όμως, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Τουρκία μπορεί να κινηθεί τόσο αυτόνομα και σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Για παράδειγμα η συριακή κυβέρνηση θεωρεί ότι αυτή πρέπει να καλύψει το κενό που διαμορφώνεται από τυχόν αμερικανική αποχώρηση και αυτή τη θέση υποστηρίζει και η Ρωσία.
Η Ρωσία έχει δείξει κατ’ επανάληψη ότι θέλει να καθησυχάσει τους τουρκικούς φόβους ως προς το ενδεχόμενο να διαμορφωθεί μια οιονεί κουρδική οντότητα εντός συριακού εδάφους, χωρίς όμως να θέλει να αφήσει την Τουρκία να προχωρήσει στο είδος εκκαθαριστικών επιθέσεων που θα επιθυμούσε η Άγκυρα.
Με αυτή την έννοια θα είναι μάλλον δύσκολο για την Τουρκία να προχωρήσει σε πραγματικά μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις στο συριακό έδαφος ενάντια στη βούληση και των ΗΠΑ και της Ρωσίας. Ωστόσο, είναι πιθανό να δοκιμάσουν μια πιο περιορισμένη εισβολή, σε περιοχές όπου θα συναντήσουν μικρότερη αντίσταση, κίνηση την οποία ο Ερντογάν θα μπορούσε να παρουσιάσει στο εσωτερικό της χώρας ως ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα κατά των «τρομοκρατών».
Με αυτή την έννοια, η δήλωση των αμερικανών προς την τουρκική πλευρά ότι η αποχώρηση θα μπορούσε να πάρει και 120 μέρες (αντί για 60-90 όπως είχε αρχικά ανακοινώσει ο Τραμπ) δίνει ένα χρονικό περιθώριο σε όλες τις εμπλεκόμενες δυνάμεις να σταθμίσουν τις επιλογές, να αναπροσαρμόσουν τα σχέδιά τους και να αναζητήσουν τυχόν λύσεις που να μην παρατείνουν την τρέχουσα συνθήκη αποσταθεροποίησης.