Στο εγχείρημα επιστροφής της Ελλάδας στις χρηματαγορές, όπου δεν θα είναι περίπατος, αναφέρεται σε δημοσίευμα της η γερμανική Ηandelsblatt, σημειώνοντας ότι η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών, εκείνοι όμως παραμένουν σκεπτικοί, όπως άλλωστε και οι οίκοι αξιολόγησης.
«Τέσσερις μήνες μετά το τέλος των μνημονίων η Ελλάδα δεν έχει ακόμα πρόσβαση στις αγορές. Καμία άλλη χώρα που βρίσκονταν σε πρόγραμμα δεν καταβάλλει τόσο υψηλά επιτόκια για να δελεάσει επενδυτές να αγοράσουν τα ομόλογά της», τονίζει η γερμανική οικονομική εφημερίδα, σύμφωνα με την Deutsche Welle.
Παράλληλα, αποδίδει την ανησυχία των επενδυτών στο ενδεχόμενο «η κυβέρνηση Τσίπρα να παγώσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να θυσιάσει τη δημοσιονομική πειθαρχία κάνοντας ακριβά προεκλογικά δώρα».
«Το ‘μαξιλαράκι’ των 26 δισ. που έχει στη διάθεσή του ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος καλύπτει τις ανάγκες αναχρηματοδότησης για τους επόμενους 22 μήνες. Για να αφήσει ωστόσο οριστικά πίσω της την κρίση και για να επανακτήσει την εμπιστοσύνη των επενδυτών η χώρα θα πρέπει να δοκιμαστεί στις αγορές», συνεχίζει.
«Όπως και να έχει η επιστροφή στις αγορές δεν θα είναι περίπατος. Για τον οίκο Fitch η Ελλάδα απέχει μόλις τρία επίπεδα από τις αξιόχρεες χώρες, για την Standard & Poor´s τέσσερα και για τη Moody’s έξι. Επομένως η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που εξήλθε από πρόγραμμα με τρεις οίκους να αμφισβητούν την πιστοληπτική της ικανότητα», συνεχίζει ο συντάκτης.Το κείμενο καταλήγει πως: «ο Βολφκγάνγκο Πίκολι, ένας από τους διευθυντής της εταιρείας συμβούλων Teneo International θεωρεί ότι το αν και το πότε η Ελλάδα θα βρει πρόσβαση στις αγορές εξαρτάται από εξωγενείς παράγοντες, όπως είναι οι εξελίξεις στις διεθνείς χρηματαγορές, αλλά και από την ελληνική κυβέρνηση και τη βούλησή της να εφαρμόσει όσες μεταρρυθμίσεις απομένουν. Ο ειδικός ωστόσο εκτιμά ότι σε περίπτωση που το ‘μαξιλαράκι’ εξαντληθεί γρηγορότερα λόγω υποτονικής οικονομικής ανάπτυξης τότε η Ελλάδα ενδέχεται να περιέλθει ‘σε πολύ δύσκολη θέση. Ίσως μάλιστα να πυροδοτήσει φόβους για την ανάγκη ενός νέου πακέτου στήριξης’».