Διάφορα επίθετα που συνοδεύουν τη λέξη κρίση αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους στις προβλέψεις για τη νέα χρονιά των οικονομολόγων σε όλον τον κόσμο, γράφει η ισπανική El Pais.
«Το 2018 είχαμε το μέγιστο της ανάκαμψης της παγκόσμιας οικονομίας μετά τη Μεγάλη Ύφεση, αλλά οι προβλέψεις και οι δείκτες δείχνουν επιβράδυνση το 2019 και τα επόμενα χρόνια. Το φάντασμα μιας μελλοντικής ύφεσης, που συζητούσαν επενδυτές από τα μέσα του περασμένου έτους, αρχίζει και κερδίζει έδαφος, και το ερώτημα δεν είναι τόσο αν τα προβλήματα θα επιστρέψουν, αλλά πότε και πόσο σοβαρά θα είναι» εκτιμά η ισπανική εφημερίδα.
Σύμφωνα με την El Pais, το 2018 είχε μπει με μια ασυνήθιστη συγχρονισμένη ανάπτυξη στις μεγάλες χώρες, που ευνοούσε την επεκτατική πολιτική των κεντρικών τραπεζών, αλλά από την περασμένη άνοιξη υπήρξε μια απότομη διόρθωση στις αγορές, όχι λόγω της τρέχουσας κατάστασης, αλλά λόγω του φόβου ότι ο κύκλος της ανάπτυξης ήταν υπερβολικός.
Τα προβλήματα αντιμετώπισαν πρώτα οι αναδυόμενες οικονομίες, μετά η Ευρώπη και η Κίνα και στο τέλος του έτους επίσης οι Ηνωμένες Πολιτείες.
«Προχωράμε σε μια ασύμμετρη συγχρονισμένη επιβράδυνση» συνοψίζει το τμήμα αναλύσεων της Bankinter.
Τόσο το ΔΝΤ όσο και ο ΟΟΣΑ μείωσαν τις προβλέψεις τους για την παγκόσμια ανάπτυξη για το τρέχον έτος και το επόμενο. Ακόμα μιλούν για ανάπτυξη (3,7% και 3,5% αντίστοιχα), αλλά «πλησιάζουν καταιγίδες», όπως προειδοποίησε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
«Πιστεύουμε ότι η παγκόσμια οικονομία έχει περάσει σε νέα φάση, ο αναπτυξιακός κύκλος των κεντρικών τραπεζών συνεχίζει να μειώνεται και οι πολιτικοί κίνδυνοι είναι υψηλοί σε όλες τις χώρες» τόνισε ο Γιόακιμ Φελπς, στέλεχος της Pimco.
Κλειδί η αμερικανική οικονομία
Το κλειδί, όπως πάντα, είναι το τι θα συμβεί στην αμερικανική οικονομία, η οποία τραβάει τον υπόλοιπο κόσμο. Ειδικά όταν η ευρωπαϊκή και κινεζική οικονομία έχουν δώσει σαφή σημάδια αδυναμίας. Οι πιθανότητες να πέσει σε ύφεση η παγκόσμια υπερδύναμη τους επόμενους δώδεκα μήνες έχουν αυξηθεί, αλλά ακόμα αποτελούν μια μειοψηφία: η Pimco δίνει 30% πιθανότητες, η Federal Reserve Bank της Νέας Υόρκης 15% και διαχειριστές κεφαλαίων που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση από την Τράπεζα της Αμερικής Merryl Lynch δίνουν πιθανότητες 9% για ύφεση στην αμερικανική οικονομία.
Στο μεταξύ, οι δείκτες του αμερικανικού μεταποιητικού κλάδου μειώθηκαν στο χαμηλότερο επίπεδό τους. Η ανάπτυξη ενισχύθηκε στις ΗΠΑ το 2018 λόγω της μείωσης των φόρων και της αύξησης των δαπανών που προώθησε ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά οι θετικές συνέπειες αυτών των μέτρων φαίνεται να υποχωρούν νωρίτερα απ’ ό,τι αναμενόταν. Η κατάσταση οδήγησε την Ομοσπονδιακή Τράπεζα να μειώσει τις αυξήσεις των επιτοκίων που σκόπευε να εγκρίνει από φέτος , αλλά «η αγορά πιστεύει ότι είναι ακόμα υπερβολικά αισιόδοξη για το μακροοικονομικό σενάριο» επισημαίνουν οι αναλυτές της Sabadell.
Πολιτική και κεντρικές τράπεζες
Οι δύο κύριες πολιτικές πηγές που προκαλούν συναγερμό παραμένουν ανεπίλυτες, σύμφωνα με την El Pais. Το βρετανικό κοινοβούλιο ψηφίζει στις 14 Ιανουαρίου τη συμφωνία με την Ευρωπαϊκή Ένωση για το Brexit χωρίς να φαίνεται ότι είμαστε «ούτε μία ίντσα πιο κοντά στην επίτευξη συμφωνίας» πριν από τις 29 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία η χώρα θα φύγει από την ΕΕ, λέει η εταιρεία Monex.
Επιπλέον, οι εμπορικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Κίνας σημειώνουν πρόοδο και θα μπορούσαν να επιλυθούν με μερικές συμφωνίες, αλλά οι αναλυτές εκτιμούν ότι οι δύο χώρες έχουν εμπλακεί σε μια μεγαλύτερη και πιο έντονη μάχη για την παγκόσμια κυριαρχία.
Η AG Valores, ωστόσο, επισημαίνει ότι η «μεγαλύτερη επιβάρυνση» για τις αγορές είναι η νέα πολιτική που ακολουθείται από τις κεντρικές τράπεζες.
«Ο ασθενής έχει σωθεί, αλλά τώρα είναι καιρός να σταματήσει η φαρμακευτική αγωγή και οι παρενέργειες χωρίς ένα πολύ ισχυρό φάρμακο είναι άγνωστες».
Η εταιρεία εκφράζει την ανησυχία ότι «σχεδόν όλοι οι στρατηγικοί αναλυτές και οι οικονομολόγοι προβλέπουν ύφεση ή απότομη επιβράδυνση το 2020-21».
Ο οικονομολόγος Χοσέ Ράμπιν Ντίαζ Γκιζάρο, στρατηγικός αναλυτής της Bankia, σημειώνει πάντως ότι «ο διαχωρισμός μεταξύ των βασικών οικονομικών μεγεθών και της συμπεριφοράς της αγοράς είναι μια ανωμαλία που αντικατοπτρίζει την ανησυχία για το μέλλον».
Όμως, όπως ο ίδιος προσθέτει, επικαλούμενος το ειρωνικό σχόλιο του νομπελίστα Πολ Σάμιουελσον, «η αγορά τείνει να προβλέψει εννέα από κάθε πέντε υφέσεις».
Υπάρχουν αποκλίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εμφανιστεί η επόμενη κρίση. Επιχειρήσεις όπως η Robeco εκτιμούν ότι «αν φτάσει, θα είναι σύντομη».
Αλλά η BBVA πιστεύει ότι θα είναι «ίσως χειρότερη από τον ιστορικό μέσο όρο».
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όπως επισήμανε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (BIS), είναι ότι οι Αρχές θα την αντιμετωπίσουν με «λίγα φάρμακα στο κουτί των πρώτων βοηθειών».