Εκατό χρόνια πριν, την 1η Ιανουαρίου 1919, γεννιόταν στη Νέα Υόρκη ο συγγραφέας Τζερόμ Ντέιβιντ, πιο γνωστός με τα αρχικά του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ, που αναδείχθηκε ως μία από τις πιο σημαντικές πέννες του 20ού αιώνα, όχι μόνον χάρις στο πεζογραφικό του έργο, αλλά και με την αχλύ μυστηρίου, που από τη δεκαετία του ’50 φρόντισε επιμελώς να καλύψει την ιδιωτική του ζωή ίσαμε τον θάνατό του στις 27 Ιανουαρίου του 2010, στη μικρή κοινότητα Κόρνις στο Νιου Χαμσάιρ. Μάλιστα στη διάρκεια της ζωής του, ο Σάλιντζερ είχε δώσεις μόλις δύο συνεντεύξεις, μία το 1953 στην «Daily Eagle» του Κόρνις και άλλη μία στους «New York Times» το 1974.
Σύμφωνα με το ΑΠΕ-ΜΠΕ η φήμη τον κατέκλυσε σχεδόν αμέσως με την έκδοση του αριστουργηματικού του βιβλίου «Ο φύλακας στη σίκαλη» (The Catcher in the Rye) το 1951, ένα Bildungsroman, που αφηγείται την αφύπνιση της προσωπικότητας ενός Νεοϋορκέζου εφήβου, μέσα από την προσωπική περιπέτεια και τον αναστοχασμό των εμπειριών και των σημασιών τους. Όμως πέρα από την επιτυχία του βιβλίου αυτού, η λογοτεχνική παραγωγή του Σάλιντζερ υπήρξε ισχνή και σταμάτησε την εκδοτική της παρουσία το 1965 με το τελευταίο δημοσιευμένο του διήγημα στο «New Yorker».
Όμως παρά το μικρό σε όγκο, αλλά συνάμα πολύ σημαντικό σε ύφος, διεισδυτικότητα, πνεύμα και εκφραστική δύναμη, έργο του, μόνο και μόνον με τον «Φύλακα στη σίκαλη», ο Σάλιντζερ άξιζε και με το παραπάνω να εισέλθει στο Πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων. Γιατί, στο πρόσωπο του ήρωά του Χόλντεν Κόλφιλντ, ο Σάλιντζερ κατόρθωσε να μετουσιώσει έναν συμβολικό ανθρώπινο τύπο σε πανανθρώπινο σύμβολο και συμπεριφορά, εμφυσώντας μέσα στο πρότυπο τούτο όλα τα χαρακτηριστικά της σκέψης και της συμπεριφοράς πάνω και πέρα από ιστορικούς χρόνους, συγκεκριμένες εποχές και μεμονωμένες χώρες.
Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένας 16χρονος, που μετά την αποβολή του από το καλό ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε, βρίσκεται ν’ αλητεύει μόνος του στη Νέα Υόρκη, μη θέλοντας να επιστρέψει νωρίτερα στο πατρικό του για τις διακοπές των Χριστουγέννων και προδοθεί. Ο Χόλντεν στην περιπλάνησή του συναντά όλους τους τύπους ανθρώπου, κρίνει τον περίγυρό του, αγχώνεται και οργίζεται. Είναι το πρότυπο του αγοριού που θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό κι όμως δεν είναι: ο κόσμος όλος του είναι αντιπαθής, οι συνομίληκοί του είναι ψεύτικοι και οι καθηγητές του δουλικοί υπαλληλίσκοι, που επικυρώνουν και παγιώνουν απλώς τις συμπεριφορές τους αυτές. Αλλά πως είναι δυνατόν, τούτος ο αγχωμένος έφηβος να μην μπορεί να βρει την ηρεμία ενώ ζει σε μία κοινωνία και σε μία εποχή που βρίσκονται στον κολοφώνα της ευημερίας τους; Αυτό είναι ένα ερώτημα που το δυτικό σύστημα έχει αρχίσει να εμπνέει στους ανήσυχους έφηβούς του ήδη πολύ πριν από την έκρηξη της γενιάς του ’68.
Το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ εκδίδεται σχεδόν μετά τον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: στην αμερικανική κουλτούρα δεν έχουν ξημερώσει ακόμη εκείνες οι μεγάλες φωνές που θα επιτρέψουν με το έργο τους να απορροφήσουν τις κοσμογονικές αλλαγές που ακολούθησαν και θα συνεχίσουν να το κάνουν για δεκαετίες. Το 1951 δεν έχουν εμφανισθεί ακόμη οι Μπίτνικς: ούτε το «Ουρλιαχτό» του Άλεν Γκίνσμπεργκ, ούτε ακόμη το «Στον δρόμο» του Τζακ Κέρουακ. Θα χρειασθούν άλλα πέντε χρόνια έως ότου ο Έλβις Πρίσλεϊ κυκλοφορήσει το Heartbreak Hotel, ενώ απομένουν ακόμη πολλά χρόνια μέχρι την εισβολή των Μπιτλς και των Ρόλινγκ Στόουνς. Για να μην πούμε για τα 16 χρόνια που χωρίζουν τον «Φύλακα» από το «Καλοκαίρι της Αγάπης», που η νεολαία, σπάζοντας τους καταναγκασμούς της μικροαστικής συνείδησης, θα προτείνει τον δικό της τρόπο ζωής –σέξ, ναρκωτικά και ροκ εν ρολ—ως μόνο γιατρικό για να ξεφύγει από την υπαρξιακή αγωνία της κοινωνίας της ευμάρειας.
Εν ολίγοις στο πρόσωπο του Χόλντεν βρίσκουμε την απαρχή της ιδέας του μεταπολεμικού κόσμου για τον χαρακτήρα του εφήβου, του οποίου οι φυσιολογικοί φόβοι κι οι αγωνίες της ηλικίας του δύνανται να έχουν υπαρξιακό λόγο και μόνιμη πολιτική αξία. Βέβαια, η κοινωνία θα μάθει σύντομα τον τρόπο που θα διοδεύσει σε καταναλωτικά και κερδοφόρα πρότυπα την αγωνία τούτη, όμως ακόμη δεν έχει κατορθώσει να αντιληφθεί την, εντελώς προσωπική στη βάση της, διαδικασία του να αντιλαμβάνεσαι και να κρίνεις τον κόσμο υπό το βλέμμα του εφήβου. Και σε τούτο ο Σάλιντζερ είναι ο πρώτος που κάνει την αρχή.
Ο Σάλιντζερ κατορθώνει εκείνο που οι δύο μεγάλοι απροσάρμοστοι του σύγχρονού τους αμερικάνικου τρόπου ζωής, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και ο Φ. Σκοτ Φιτζέραλντ δεν είχαν κατορθώσει να εκφράσουν: ο πρώτος επιστράτευσε τον πόλεμο και τον εξωτισμό για να ιχνογραφήσει μία ζωή πιο ζωντανή από εκείνη του αστικού περιβάλλοντος, ενώ οι ήρωες του δεύτερου είναι πρόωρα γερασμένοι αλκοολικοί, φυλακισμένοι σε σώμα νέου, που προσμένουν μία αόριστη κληρονομιά. Όμως οι αγωνίες που εκφράζει ο Χόλντεν είναι χειροπιαστές και εδράζονται πάνω στο άγχος της νεότητας, ιδιαίτερα σε εκείνην την τάση της να απεχθάνεται τον κόσμο των ενηλίκων και τον κομφορμισμό τους. Από πού όμως πηγάζει τούτη η απροσάρμοστη συμπεριφορά εκ των ένδον απέναντι στο αμερικανικό μοντέλο ευημερίας, αυτού που είχε βγει νικηφόρο από τον πόλεμο και βαθμηδόν επιβαλλόταν και στον υπόλοιπο κόσμο;
Η απάντηση βρίσκεται στο βιβλίο και δεν είναι κοινωνιολογική. Βρίσκεται μάλιστα στη βιογραφία του ίδιου του Σάλιντζερ και στην εμπειρία του στον πόλεμο, η οποία επιμηκύνθηκε και ύστερα από αυτόν, καθώς εργαζόταν στην αντικατασκοπεία και παρέμεινε στη Γερμανία. Υπέφερε από άγχος και κατέφυγε στη γραφή: μάλιστα σε ένα από τα γνωστότερα διηγήματά του, το «Μία υπέροχη ημέρα για τα ψάρια-μπανάνα», ο πρωταγωνιστής Σέιμουρ Γκλας, ένας πρώην στρατιωτικός, αυτοκτονεί.
Ο «Φύλακας στη σίκαλη» είναι το προϊόν της επιστροφής του Σάλιντζερ ως βετεράνου, που έχει ξεπεράσει το σοκ του πολέμου και ξαναβρίσκει την κανονικότητα στη ζωή εντός της αμερικανικής κοινωνίας. Όμως μπροστά σε τούτο το κοινωνικό σοκ, σκέφθηκε πως είναι καλύτερο να γράφει σε μικρές δόσεις για τα προβλήματα της κοινωνικής προσαρμογής από το να γράφει απ’ ευθείας εκείνο που ήθελε να πει. Ο Χόλντεν στο μυθιστόρημα προτιμά να αποβληθεί παρά να συμβιβασθεί με την ψευτιά στο σχολείο του: παρόμοια κι ο Σάλιντζερ θα προτιμήσει να απομακρυνθεί από τη λογοτεχνική σκηνή, να εξαφανισθεί στο απόμακρο σπίτι του στο Νιου Χαμσάιρ. Ο ίδιος ο Σάλιντζερ -κι εκεί έγκειται το ενδιαφέρον του «Φύλακα» και του ήρωά του Χόλντεν Κόλφιλντ- με την προσωπική του συμπεριφορά απέναντι στο λογοτεχνικό πανόραμα, που τον αποθεώνει, τολμά, σύμφωνα με την αμερικανική έκφραση, να φτύσει στο πιάτο όπου τρώει.