Χριστούγεννα είναι τα περιπολικά που μου έφερνε η νονά μου σχεδόν κάθε χρόνο. Αυτοκινητάκια με μπαταρίες και ακανόνιστες τροχιές, έτρεχαν στο πλακάκι σαν μεθυσμένα και άναβαν φωτάκια.
Είναι δεκαπέντε μέρες διακοπές, να λυσσάς στον δρόμο από το πρωί μέχρι το βράδυ, στα Κάτω Πατήσια και τον Αγιο Παντελεήμονα στην Αχαρνών, χωρίς να σε ψάχνει κανείς για ώρες. Χωρίς να ανησυχεί κανείς, γιατί δεν υπήρχε κανένας λόγος.
Είναι η έλλειψη της Μαρίας που κάθε χρόνο έφευγε για δύο εβδομάδες στο χωριό του πατέρα της και δεν υπήρχε κανένα κίνητρο να κάνεις του κόσμου τις βλακείες κάτω από το μπαλκόνι της για να σε προσέξει. Το στομάχι σου, που μέχρι τότε δεν ήξερες ούτε ότι υπήρχε ούτε σε ποιο σημείο βρισκόταν, να καταπίνει τη λύπη σαν σκληρές πέτρες. Χριστούγεννα είναι η Μαρία αλλού.
Είναι τα ξυπνήματα από τις έξι για να πεις τα κάλαντα σε όλους τους μοναχικούς της πολυκατοικίας, πρώτος. Εκβιαστές του αισθήματος και της μοναξιάς από τα γεννοφάσκια μας. Η ζωή μάς τα φύλαγε όλα αυτά για αργότερα, αλλά γιατί να σε νοιάζει όταν είσαι οκτώ;
Είναι οι πρώτες γιορτές με τη γιαγιά να μην είναι εδώ. Οι πρώτες υποψίες ότι η ζωή ίσως να είναι ένα άθροισμα αφαιρέσεων.
Είναι οι γονείς να είναι όλη μέρα σε κάποιο νοσοκομείο, για κάποιον θείο, ένα μακρινό πρόσωπο που οι τροχιές μας συναντήθηκαν όσο κρατάει μια αστραπή και χαθήκαμε για πάντα. Μια φορά μόνο τον είχα δει.
Είναι να βγάζεις κρασιά και μπίρες σε παρτέρι γιατί εκείνη δεν σε ήθελε. Κι ήταν γιορτές, και ήλπιζες να τρυφερέψει λίγο μαζί σου, αλλά αφού δεν σε ήθελε όλον τον χρόνο γιατί να σε θέλει στις γιορτές; Η επιθυμία σου ματαιωμένη, οι ηδονές σου σε αναστολή.
Είναι και κάτι άλλα Χριστούγεννα που η ζωή ρόλαρε σαν μπάλα στο πάρκο. Πιο ελαφρύς από νεογέννητη ξεγνοιασιά, πιο ευτυχισμένος από λουλούδια που γυρίζουν στον ήλιο το πρωί.
Που τίποτα δεν μπορούσε να πάει στραβά, έσταζε η ζωή όλη της τη γλύκα πάνω σε μια ξαναμμένη εφηβεία και τη ρόδιζε.
Εχουμε περάσει στα Χριστούγεννα που μετριόμαστε. Ερχονται, φεύγουν, τα κενά στην αρχή θεόρατα, μετά πάντα κάπως καλύπτονται, στ’ αλήθεια ή στα ψέματα, δεν έχει σημασία, είμαστε ακόμα εδώ, η μόνη αλήθεια, και με ένα νοιάξιμο που μπορεί να είναι αγάπη, μπορεί να είναι φόβος, ποιος συνεχίζει ακόμη να προσπαθεί να τα διαχωρίσει;
Είναι η μόνη γιορτή που αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την εφεύρουμε. Μια εκεχειρία με τον κακό μας εαυτό. Μια φωνή που λέει «κοίτα να είσαι όσο πιο καλός μπορείς, μωρέ, συμφέρει περισσότερο».
Μέχρι το ξεστόλισμα, την πιο βίαιη υπενθύμιση του περαστικού, γλιτώνουμε ακόμα, σταθερά. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γλιτώνουμε. Αλλα νέα δεν έχω. Περιμένω να μου γράψεις, δικός σου.
Ο κ. Οδυσσέας Ιωάννου είναι συγγραφέας – στιχουργός.