Η χριστουγεννιάτικη φαντασίωση έχει λογοτεχνική βάση. Για τον αγγλοσαξονικό κόσμο αυτό είναι ξεκάθαρο: τα Χριστούγεννά τους είναι βικτωριανά, δηλαδή είναι ο κόσμος της βικτωριανής λογοτεχνίας. Αναφέρομαι κυρίως στον Ντίκενς και στη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του («A Christmas Carol»). Ο Σκρουτζ και η μεταμόρφωσή του από το πνεύμα των Χριστουγέννων, η γαλοπούλα, τα κάλαντα, η θέρμη του τζακιού, η χριστουγεννιάτικη πουτίγκα. Αυτή η τελευταία συνδέει και εμάς με το βικτωριανό ήθος, καθώς βασικό συστατικό της ήταν και είναι η κορινθιακή σταφίδα, ο ελληνικός μαύρος χρυσός. Αλλά και για τους μη αγγλοσάξονες τα Χριστούγεννα είναι επίσης βικτωριανά. Το οφείλουμε στις εικονογραφήσεις των παιδικών βιβλίων, στις χαλκομανίες, στις ταινίες του Ντίσνεϊ, στον κινηματογράφο, στη διαφήμιση, εσχάτως στα σόσιαλ μίντια, που δημιουργούν τον κοινό λογοτεχνικό τόπο των Χριστουγέννων. Κανείς δεν μπόρεσε να αποδομήσει αυτή τη φαντασίωση, ακόμη κι όταν ένας άλλος μεγάλος βρετανός συγγραφέας, ο Τσέστερτον, έγραψε ότι τα Χριστούγεννα δεν υπάρχουν. Στην πραγματικότητα είναι μια καθαρή επινόηση των πτηνοτρόφων. («Χριστούγεννα», μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, Αγρα).
Για πολλούς από εμάς η χριστουγεννιάτικη φαντασίωση έχει και το αγροτικό χρώμα των Χριστουγέννων του Παπαδιαμάντη. Καμπάνες που σημαίνουν τη γιορτή, βαθύ σκοτάδι, αδύναμα φανάρια, παγωμένος βοριάς από τις χιονισμένες βουνοκορφές, χριστόψωμα και γυναίκες που περιμένουν τους άντρες τους να έρθουν κάπου από τη θάλασσα. Υπομονετικές, ακούν σε ονόματα ξεχασμένα, όπως Ζερμπινιώ, Ουρανιώ, Θοδωριά, Διαλεκτή, θεία Αχτίτσα.
Οι εφημερίδες έχουν μεγάλο μερίδιο στα λογοτεχνικά Χριστούγεννα. Παρήγγελλαν διηγήματα και εξακολουθούν να παραγγέλλουν, όπως κάνει «Το «Βήμα» σήμερα. Θυμάμαι τα Χριστούγεννα του 2004 και το διήγημα που είχε παραγγείλει «Το Βήμα» στον Μένη Κουμανταρέα. Ο αείμνηστος συγγραφέας είχε στείλει ένα διήγημα με τίτλο «Στα ξένα χέρια», αναφορά στο ομώνυμο βιβλίο του Μαξίμ Γκόρκι, που ο δωδεκάχρονος ήρωας με το μελαχρινό χνούδι διάβαζε με φανατισμό, στην προπολεμική σειρά του Ελευθερουδάκη. Ηταν ένα αθηναϊκό διήγημα τοποθετημένο στην Αθήνα του σκληρού Δεκέμβρη του 1944, σε μια διχασμένη πόλη, σε διχασμένα Χριστούγεννα, σε διχασμένα αισθήματα, σε διχασμένους ανθρώπους. Μακριά από την επιφανειακή και πολλές φορές επίπλαστη χαρά της γιορτής, τα Χριστούγεννα σ’ αυτό το διήγημα του Κουμανταρέα φούντωναν την ελπίδα της ζωής. Η τελευταία φράση του διηγήματος ήταν: τα χιόνια του Δεκέμβρη παραμονεύουν πάντα. Το διήγημα δημοσιεύτηκε μ’ αυτόν τον τίτλο.