Την ανάγκη περαιτέρω μείωσης των εξόδων λειτουργίας των τραπεζών, παρά τις προσπάθειες εξορθολογισμού του δικτύου των καταστημάτων και μείωσης του προσωπικού τους έως σήμερα, επισημαίνει στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική η Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας υπογραμμίζει πως στο εννεάμηνο του 2018 η κερδοφορία πριν από φόρους και προβλέψεις παρέμεινε αδύναμη και σημαντικά χαμηλότερη από ό,τι την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, ενώ μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες καταγράφονται ζημιές μεγαλύτερες από ό,τι το ίδιο διάστημα του 2017.
Αυτό είναι αποτέλεσμα της μεγαλύτερης μείωσης που καταγράφουν τα έσοδα σε σχέση με τις δαπάνες των τραπεζών, γεγονός που περιορίζει την οργανική τους κερδοφορία, άρα και τα περιθώρια που έχουν για εξυγίανση των δανειακών τους χαρτοφυλακίων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκθεση, τα καθαρά έσοδα των τραπεζών (λειτουργικά έσοδα μείον λειτουργικά έξοδα) εμφάνισαν μείωση της τάξης του 16% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2017, διαμορφούμενα για πρώτη φορά την τελευταία 15ετία κάτω από 2,8 δισ. ευρώ.
Συγκεκριμένα, καταγράφηκε υποχώρηση των εσόδων από τοκοφόρες εργασίες κατά 14%, η οποία δεν αντισταθμίστηκε από την αύξηση που εμφάνισαν τα έσοδα από μη τοκοφόρες εργασίες (από προμήθειες και από χρηματοοικονομικές πράξεις), που αυξήθηκαν το ίδιο διάστημα κατά 24%.
Χάθηκαν 1 δισ. έσοδα από τόκους
Συνολικά την υπό εξέταση περίοδο οι τράπεζες έχασαν από τόκους κοντά στο 1 δισ. ευρώ έσοδα, ποσό που δεν αντισταθμίστηκε από την αύξηση των υπολοίπων εσόδων τους, που δεν ξεπέρασε τα 310 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, την ίδια περίοδο τα λειτουργικά έξοδα όχι μόνο δεν μειώθηκαν, αλλά σημείωσαν μικρή αύξηση 60% ή 110 εκατ. ευρώ, ως αποτέλεσμα κυρίως των προγραμμάτων εθελούσιας εξόδου που έτρεξαν εφέτος.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, τα καθαρά έσοδα από τόκους, που αποτελούν τα 3/4 περίπου του συνόλου των καθαρών εσόδων, συνέχισαν να μειώνονται εξαιτίας του περιορισμού του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης 9 (ΔΠΧΠ 9/IFRS 9) από την 1η Ιανουαρίου 2018, που είχε ως άμεσο αποτέλεσμα τη μείωση των εκτοκιζόμενων υπολοίπων των δανείων.
Η μείωση των εξόδων για τόκους λόγω του περιορισμού της προσφυγής των τραπεζών σε έκτακτη χρηματοδότηση από την Τράπεζα της Ελλάδος και της οριακής αποκλιμάκωσης των επιτοκίων καταθέσεων ήταν μικρότερη από τη σημαντική υποχώρηση των εσόδων από τόκους.
Τα καθαρά έσοδα από προμήθειες αυξήθηκαν οριακά, ενώ τα καθαρά έσοδα από χρηματοοικονομικές πράξεις επηρεάστηκαν θετικά από τις επιδόσεις των χαρτοφυλακίων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου.
Οσον αφορά τα έξοδα, συνεχίζεται η προσπάθεια για περαιτέρω μείωση του λειτουργικού κόστους μέσω εξορθολογισμού του δικτύου των καταστημάτων. Η οριακή αύξηση στα έξοδα αντανακλά τη βραχυπρόθεσμη επίπτωση από προγράμματα εθελουσίας εξόδου.
Μειωμένες εμφανίστηκαν οι προβλέψεις της περιόδου για τον πιστωτικό κίνδυνο, δεδομένης της προόδου αναφορικά με τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και της αύξησης του επιπέδου των προβλέψεων στην αρχή του έτους μετά την υιοθέτηση του ΔΠΧΠ 9.