ε τη συνταγματική αναθεώρηση και το «προσύμφωνο» Πρωθυπουργού – Αρχιεπισκόπου επανήλθαν στον δημόσιο διάλογο ζητήματα που έμοιαζαν καταδικασμένα στην ακινησία και στην αδράνεια. Αν όχι χωρισμός, μήπως ήρθε η ώρα να γίνει μια ορθολογική μεταρρύθμιση για τη διακριτότητα των εκατέρωθεν ρόλων και τη διασφάλιση θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας;
Πράγματι, στην Ελλάδα έχει παγιωθεί μια νοσηρή κατάσταση, που βλάπτει και την Πολιτεία, και την Εκκλησία, και επιφέρει εκπτώσεις στην προστασία που πρέπει να απολαμβάνουν τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα σε ένα κράτος δικαίου. Δεν είναι μόνο για λόγους θεσμικής διαφάνειας που είναι αναγκαίο το ξεκαθάρισμα των ρόλων. Στη χώρα μας έχουμε κληρονομήσει ένα θεσμικό πλαίσιο το οποίο, με την επιβίωση συνταγματικών διατάξεων, τυπικών νόμων, διοικητικών αποφάσεων και πρακτικών, δημιουργεί ένα καθεστώς συγκεκαλυμμένης ή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ευθείας θρησκευτικής επιβολής.
Αυτά τα διαχρονικά ζητήματα ανέδειξε η Ελληνική Ενωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕλΕΔΑ) το 2005, παρουσιάζοντας μια πρόταση νόμου πλήρως νομοτεχνικά επεξεργασμένη, την επικαιρότητα της οποίας θα συζητήσουμε την προσεχή Δευτέρα, 17 Δεκεμβρίου στις 17.00 στην ΕΣΗΕΑ με ακαδημαϊκούς και πολιτικούς. Οπως η ΕλΕΔΑ υποστήριζε στην εισηγητική έκθεση, η πρόταση νόμου για τους «καθαρούς ρόλους» υπηρετούσε έναν διπλό σκοπό: απέβλεπε «αφ’ ενός μεν στο να βελτιώσει τις εγγυήσεις της θρησκευτικής ελευθερίας και ισότητας εν όψει των νέων συνθηκών που έχουν επικρατήσει στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Και, αφ’ ετέρου, να δημιουργήσει τις θεσμικές προϋποθέσεις που, σε μεσομακροπρόθεσμη προοπτική, θα επιτρέψουν στην Εκκλησία της Ελλάδος και τις άλλες θρησκευτικές κοινότητες να αναπτυχθούν σε υγιείς βάσεις στη χώρα μας και να εκπληρώσουν την αποστολή τους, απαλλαγμένες από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του κράτους».
Γίναμε τότε στόχος του μακαριστού Χριστόδουλου, αποκληθήκαμε «Διοκλητιανοί», ενώ και ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος θεώρησε σκόπιμο να καταφερθεί περιφρονητικά εναντίον του περιεχομένου και των συντακτών της τότε πρότασης στην τελευταία συνεδρίαση της ΔΙΣ. Φαίνεται πως αλλάζουν οι γνώμες, ακόμα και θρησκευτικών λειτουργών, ανάλογα με τη συγκυρία και το αξίωμα που κατέχουν στην Ιεραρχία.
Το θρησκευτικό συναίσθημα όμως και οι εκδηλώσεις του ούτε επιβάλλονται ούτε αποβάλλονται διά νόμων και εγκυκλίων ή επηρεάζονται από τη νομική μορφή των μητροπόλεων. Ο σεβασμός στο θρήσκευμα διασφαλίζεται από μια έννομη τάξη που αναγνωρίζει την ελευθερία των προσώπων και τιμά έμπρακτα την αυτονομία όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων, ασφαλώς και της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Με την οποία οι δεσμοί της πλειοψηφίας των Ελλήνων ουδέποτε αμφισβητήθηκαν, ούτε έχει κανείς λόγο να υπονομεύσει. Το πνευματικό έργο και η κοινωνική προσφορά της Εκκλησίας, ιδιαίτερα προς τους αδύναμους συνανθρώπους μας σε εποχές κρίσης, όχι μόνο δεν βλάπτονται αλλά θα είχαν και ιδιαίτερα ωφεληθεί αν η Εκκλησία δεν ήταν οργανωμένη ως μια ιδιότυπη δημόσια υπηρεσία.
Εξάλλου η λύση του θέματος δεν είναι «ανώριμη». Από μετρήσεις της κοινής γνώμης προκύπτει ότι αυξάνονται σταθερά οι πολίτες που αποδέχονται την ανάγκη είτε χωρισμού είτε των λεγόμενων διακριτών ρόλων Εκκλησίας – Κράτους. Ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων είναι να μιλήσουν με ειλικρίνεια και θάρρος, καθώς από μια μεγάλη μεταρρύθμιση, ή έστω από μια σειρά επιμέρους μεταρρυθμίσεων εξορθολογισμού των σχέσεων, στο τέλος θα αποβούν κερδισμένοι και η Πολιτεία, και η Εκκλησία, και το Κράτος Δικαίου. Πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή «βασικοί παίκτες» του πολιτικού συστήματος να πορευθούν με γνώμονα ιδεολογικές αρχές και το γενικό συμφέρον, σε διαβούλευση με τους πάντες, ασφαλώς και με την Εκκλησία, αλλά όχι σε διαπραγμάτευση για τα θεμελιώδη, όχι θέτοντας εκ προοιμίου ως προϋπόθεση τη συναίνεση όλων για όλα.
Αυτή η ψύχραιμη συζήτηση που επιδιώκουμε δεν είναι εύκολο να διοργανωθεί, δεδομένης της συγκυρίας. Εξάλλου υπάρχουν και αρκετοί που για πελατειακούς ή άλλους ιδιοτελείς λόγους υποδαυλίζουν αντιδράσεις πολιτών, εκμεταλλευόμενοι τη συναισθηματικά φορτισμένη σύνδεση με την παράδοση και την ιστορία. Χρέος όλων όσοι συμμετέχουν στον δημόσιο διάλογο είναι να εξηγήσουν με απλά λόγια ότι ακόμα και αν αναθεωρηθεί το Σύνταγμα και αλλάξουν ορισμένοι νόμοι, κανείς δεν θα τους στερήσει το δικαίωμα να προσευχηθούν στον γλυκό Ιησού Χριστό σε μια εκκλησία, να βαφτίσουν και να κοινωνήσουν τα παιδιά τους και να εισφέρουν τον οβολό τους για τους φτωχούς που βοηθάει η ενορία τους.
Ο κ. Γιάννης Φ. Ιωαννίδης είναι δικηγόρος, πρόεδρος της Ελληνικής Ενωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.