Το 12ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας ήταν ένα παραταξιακό ντοπάρισμα εν όψει εκλογών. Ο Αντώνης Σαμαράς, ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, ο Αδωνις Γεωργιάδης, ο Κωστής Χατζηδάκης, όλα τα κορυφαία στελέχη και στο τέλος ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης ζήτησαν από τα μέλη του κόμματος να αφήσουν πίσω τους τη γκρίνια και την εσωστρέφεια και να δουλέψουν όλοι μαζί για «τη μεγάλη νίκη της ΝΔ».
«Δώστε μου τη δύναμη να ηγηθώ της μεγάλης συλλογικής προσπάθειας να αλλάξουμε την πατρίδα μας, να πάμε όλοι μαζί την Ελλάδα μπροστά», ζήτησε ο πρόεδρος της ΝΔ και το συνέδριο σηκώθηκε σύσσωμο όρθιο και τον χειροκροτούσε σε ατμόσφαιρα πανηγυρική.
Αυτές οι θερμές εκδηλώσεις του πλήθους στα κομματικά συνέδρια δεν είναι απολύτως δηλωτικές των εσωτερικών διεργασιών. Ασφαλώς τα μέλη της ΝΔ θέλουν να κερδίσει το κόμμα τους στις εκλογές, και ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ένας αρχηγός που δεν αμφισβητείται από κανέναν εσωκομματικό αντίπαλο.
Ωστόσο, οι υποψηφιότητες στις αυτοδιοικητικές εκλογές έχουν προκαλέσει πανελλαδικά μεγάλη αναστάτωση και πολλά αντάρτικα. Όπως και η απόφαση να στελεχωθούν τα ψηφοδέλτια με νέα πρόσωπα, τα οποία θα ανακοινωθούν στις 10 Ιανουαρίου, όταν θα συμπληρώνονται τρία χρόνια από την εκλογή του κ. Μητσοτάκη ως προέδρου της ΝΔ. «Στη συντριπτική τους πλειονότητα είναι νεοεισερχόμενοι στην πολιτική. Δεν είναι εύκολο σήμερα να πείσει κανείς νέους ανθρώπους να ασχοληθούν με τα κοινά. Για αυτό και έχει τόσο μεγάλη σημασία να μπορέσουμε να περάσουμε αυτό το μήνυμα της ελπίδας και της συμμετοχής σε νέους ανθρώπους που θέλουν να πολιτευτούν μαζί μας», είπε ο πρόεδρος της ΝΔ.
«Ξέρω», πρόσθεσε, «ότι υπάρχουν και μεγάλες προσδοκίες και πολύς ανταγωνισμός. Είναι θετικό αυτό, να έχουμε πολλά άξια στελέχη τα οποία να θέλουν να στελεχώσουν τα ψηφοδέλτιά μας. Υποχρέωσή μου, υποχρέωσή μας, είναι τα ψηφοδέλτια να αποτελούνται από έναν συνδυασμό έμπειρων και νέων στελεχών. Και θα δείχνουν προς το μέλλον. Τιμούμε όλα τα παλιά στελέχη και τους αγωνιστές της Νέας Δημοκρατίας. Τιμούμε και καλωσορίζουμε, όμως, και τα νέα στελέχη που συστρατεύονται για πρώτη φορά μαζί μας». Παράλληλα, απευθύνθηκε και στους παλιούς ψηφοφόρους της ΝΔ που έχουν απομακρυνθεί από το κόμμα τα τελευταία χρόνια, καλώντας τους να το στηρίξουν στις εκλογές και κάλεσε τους ψηφοφόρους των άλλων δημοκρατικών κομμάτων να εμπιστευθούν τη ΝΔ για την πολιτική αλλαγή που χρειάζεται η χώρα.
Νωρίτερα, ο κ. Μεϊμαράκης, αφού επαίνεσε την «οικογενεική σχέση» που υπάρχει παραδοσιακά στο κόμμα -«Εμείς μπορεί να έχουμε αντιθέσεις, μπορεί να έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά το σπίτι μας είναι αυτό και το αγαπάμε. Και στις καλύτερες οικογένειες υπάρχουν διαφορές, μπορεί να τσακωθούν, αλλά και πάλι όλοι μαζί είμαστε», είπε – πέρασε στο κυρίως θέμα. Το οποίο, όπως είπε, είχε εντολή από τον πρόεδρο της ΝΔ να εξειδικεύσει.
«Το 2019 έχουμε 3 εκλογές. Αυτοδιοικητικές που είναι περιφερειακές και δημοτικές, ευρωεκλογές και μετά έχουμε τις εθνικές εκλογές, που δεν γνωρίζουμε ακόμα πότε θα γίνουν. Ευχόμαστε να γίνουν και αύριο το πρωί (…) Θα έχουμε πάρα πολλούς υποψηφίους καταρχήν μέχρι τότε οι οποίοι από τις γιορτές -για να μην πω ήδη από τώρα- τρέχουν. Δεν πρέπει αυτό να μας δημιουργήσει τριβές. Δεν πρέπει να δημιουργήσει γκρίνιες και εσωστρέφειες. Ο καθένας θα κάνει τη δική του δουλειά όπως πρέπει. Και δεν επιτρέπεται οι δημοτικοί σύμβουλοι να είναι σε τριβές με τους περιφερειακούς συμβούλους ή οι δήμαρχοι με τους περιφερειάρχες ή υποψήφιοι με τους βουλευτές που επίσης διεκδικούν σταυρό προτίμησης ή με τους ευρωβουλευτές. Δεν πρέπει να υπάρξει σύγχυση. Σας καλώ λοιπόν και σας παρακαλώ αυτά να τα ξεκαθαρίσετε», τόνισε. Επανέλαβε ότι μάχη για τι Περιφέρειες και για τους δήμους Αθηναίων και Θεσσαλονίκης είναι «πολιτική μάχη . Εκεί δεν χωράνε πολλές διαφορετικές επιλογές για τους Νεοδημοκράτες».
«Αν οι εθνικές εκλογές δεν έχουν γίνει ακόμα», πρόσθεσε, «έχει σημασία να καταγράψουμε τη δυναμική που έχει στην κοινωνία η Νέα Δημοκρατία και να είναι πραγματική. Μην καταγραφεί πλασματική γκρίνια και εσωστρέφεια που πιθανόν να μας δημιουργήσει μείωση αυτοπεποίθησης, για τις εθνικές εκλογές. Είναι το πιο σοβαρό ζήτημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Και επειδή ξέρω ότι εμείς, οι Νεοδημοκράτες, έχουμε πολλές φορές μια διάθεση τέτοια, μπορεί καμιά φορά να τσιμπήσουμε. Σας καλώ, λοιπόν, να μην τσιμπήσουμε. Σας καλώ να πάμε συντεταγμένα».
Και για να γίνει το μήνυμα πιο κατανοητό, το επανέλαβε και ο κ. Μητσοτάκης. «Σε πολλούς δήμους οι δυνάμεις μας είναι ενωμένες γύρω από μία υποψηφιότητα κι εκεί ασφαλώς δίνουμε όλοι μαζί τη μάχη για τη νίκη. Σε δήμους, όμως όπου υπάρχουν περισσότερα στελέχη που διεκδικούν το δημαρχιακό αξίωμα θα πρέπει -και επιμένω σε αυτό- να υπάρχει σεβασμός στους κανόνες και στο ήθος της παράταξης, και αίσθηση ευθύνης και αλληλεγγύης στον δεύτερο γύρο. Αυτό απαιτούμε από τα στελέχη μας. Και όλες μαζί οι δυνάμεις, αν οι εκλογές γίνουν ταυτόχρονα, να συμβάλλουν καθοριστικά στη μεγάλη νίκη των εθνικών εκλογών. Στις περιφερειακές εκλογές, η μάχη θα είναι σαφώς πιο πολιτική, καθώς η πορεία των Περιφερειών συναρτάται με το συνολικό σχέδιο ανάπτυξης της χώρας. Κι αυτό, προφανώς, συνδέεται με κυβερνητικές επιλογές. Εδώ, λοιπόν, οι αποφάσεις μας είναι παραταξιακές. Ο στόχος μας, διπλός: να μην πέσει καμία Περιφέρεια στον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ και να βαφτούν οι περισσότερες -αν όχι και οι 13 Περιφέρειες- γαλάζιες! Σε αυτόν τον αγώνα απαιτώ απόλυτη κομματική συστράτευση», τόνισε.
Αν οι στιγμές του θερμότερου χειροκροτήματος θα μπορούσαν να θεωρηθούν ένα είδος πρόχειρης δημοσκόπησης, τότε η ΝΔ έχει μπροστά της μεγάλο δρόμο για τον εκσυγχρονισμό. Η ομιλία, η οποία ξεσήκωσε τον κόσμο, ήταν αυτή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος εστίασε σε θέματα που προσδιορίζουν την παραδοσιακή ταυτότητα του κόμματος και μαζί με την κριτική που άσκησε στον Αλέξη Τσίπρα δημιούργησε μια εκρηκτική ταυτότητα.
Η αντίδραση στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν διάχυτη στο συνέδριο. Και γι’ αυτό χειροκροτήθηκε θερμά και πολλές φορές ο κ. Μητσοτάκης, όταν έλεγε ότι «και οι πιο καχύποπτοι συμπολίτες μας- είδαν τις διαφορές ανάμεσά στην ατμόσφαιρα του συνεδρίου μας και στη θλίψη και τη μιζέρια της αντισυγκέντρωσης που έστησε ο κ. Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη. Από τη μια μεριά ένα ανοιχτό συνέδριο με μαζική προσέλευση, κι από την άλλη μια αστυνομοκρατούμενη κλειστή εκδήλωση όπου οι ένστολοι, αλλά φαντάζομαι και οι αστυνομικοί με πολιτικά, ήταν περισσότεροι από τους κομματικούς. Η κοινωνία όμως -η κοινωνία της Θεσσαλονίκης- ήταν απούσα από τη συγκέντρωση του κ. Τσίπρα. Είναι μια κοινωνία που παρακολουθεί παγωμένη αλλά και οργισμένη τους χειρισμούς της κυβέρνησης στα εθνικά θέματα. Είναι μια κοινωνία η οποία δεν ανταποκρίνεται στο παιχνίδι των επιδομάτων που έχει ξεκινήσει η σημερινή κυβέρνηση. Είναι μια κοινωνία πολύ αρνητική στον σχεδιασμό του κ. Τσίπρα, που πάει να ξαναβάλει τη χώρα στις μυλόπετρες ενός αχρείαστου διχασμού. Ενός διχασμού που παραπέμπει στο χειρότερο παρελθόν».
Ή όταν κατηγορούσε τον κ. Τσίπρα ότι «παραμένει αδιόρθωτος. Και καθώς βλέπει το φάσμα της ήττας να πλανάται πάνω από Μαξίμου, γίνεται και ολοένα πιο νευρικός. Δεν θα ασχοληθώ περισσότερο με τα νέα παραμύθια του. Θα τον αφήσω να βυθιστεί ο ίδιος στον ίδιο του βάλτο. Γιατί τα Μυστικά του Βάλτου της Πηνελόπης Δέλτα αμφιβάλλω αν τα έχει ποτέ διαβάσει και αν τα γνωρίζει. Αν συγκινήθηκε τότε, όπως τόσα ελληνόπουλα, κλείνοντας αυτό το βιβλίο. Διότι αν ήταν λίγο πιο εξοικειωμένος με την ιστορία της πατρίδας μας, με τους αγώνες που οι πρόγονοί μας έκαναν για να γίνει η Μακεδονία ελληνική και η Ελλάδα αυτό που είναι σήμερα, δεν θα πήγαινε στη Θεσσαλονίκη να μας πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έσωσε την Μακεδονία. Κύριε Τσίπρα, ακούστε με καλά: δεν σώσατε καμία Μακεδονία. Το μόνο που κάνατε είναι να δώσετε «μακεδονική» εθνότητα και γλώσσα στους γείτονές μας. Το μόνο που κάνατε είναι να πείτε «ναι» εκεί που όλοι οι άλλοι είχαν το σθένος να πουν «όχι». Και βάλατε την μεγάλη πλειονότητα της κοινωνίας απέναντί σας για να εξασφαλίσετε κάποια ψήγματα από τη ρημαγμένη αξιοπιστία σας. Σταματήστε επιτέλους να προσβάλλετε τους Μακεδόνες και όλους τους Έλληνες. Σταματήστε να χαρακτηρίζετε ακροδεξιό και εθνικιστή όποιον διαφωνεί με την πολιτική σας».
Το 12ο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας είχε ως κεντρικό στόχο να αναδείξει την πρόταση του κόμματος για την κοινωνική πολιτική, για τη βελτίωση της μεσαίας τάξης και των οικονομικά πιο αδύναμων πολιτών καθώς αυτοί -μαζί με τους συνταξιούχους- είναι που έχουν πληγεί περισσότερο από την πολυετή κρίση.
Ενδιαφέρον είχαν οι τοποθετήσεις των προσκεκλημένων ομιλητών από χώρους πέραν της ΝΔ, τις οποίες παρακολούθησε μεγάλος αριθμός συνέδρων.
– Ο διευθυντής της ΔιαΝΕΟσις, Κυριάκος Πιερρακάκης συνδέοντας το δημογραφικό πρόβλημα με την οικονομία παρατήρησε: «Το έτος 2000, αν έπαιρνες το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν ίσο με το διπλάσιο του αθροίσματος του ΑΕΠ όλων των άλλων βαλκανικών χωρών. Σήμερα το ΑΕΠ της Ρουμανίας είναι μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Ελλάδας και τρέχει με 7% το χρόνο ενώ η Ελλάδα με 2% το χρόνο. Και φυσικά όταν μιλάμε για δημογραφικό, σκεφτόμαστε οι περισσότεροι το ασφαλιστικό και την οικονομία. Το πιο μεγάλο πρόβλημα, όμως, δεν είναι αυτό. Είναι η γεωπολιτική ισορροπία με τους γείτονές μας γιατί έχουν τα εντελώς ανάποδα δημογραφικά χαρακτηριστικά από εμάς. Αυτά είναι, λοιπόν, τα εθνικά μας διακυβεύματα».
– O Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρείας Upstream, Μάρκος Βερέμης, μιλώντας για τη νέα επιχειρηματικότητα υπογράμμισε τη σημασία που αποδίδει η ελληνική οικογένεια στην παιδεία: «Το μόνο πράγμα που δεν έχει καμφθεί από την κρίση, από την κυνικότητα που κατά τ’ άλλα έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, είναι το πιστεύω των γονιών, πως τα παιδιά τους αξίζουν μια καλύτερη ζωή και πως ένα μορφωμένο παιδί μπορεί να καταφέρει τα πάντα».
– Ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης αναφερόμενος στον εθνικό διχασμό τον οποίον τροφοδοτεί η σημερινή κυβέρνηση ανέφερε πως: «Αν κάποιος γνώριζε το οικογενειακό μου παρελθόν θα περίμενε μάλλον να με δει στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Ποτέ, ωστόσο, ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ, ο επίγονος, όχι της Ανανεωτικής Αριστεράς, αλλά του αυριανισμού, δεν θα ανεχόταν κάποιον σαν εμένα». Ενώ συμπλήρωσε πως «όσο ζυγώνουν οι εκλογές, μια ευρύτατη κοινωνική πλειοψηφία θα έρθει κοντά σας. Στο χέρι σας είναι να αρθείτε στο ύψος των περιστάσεων και να οδηγήσετε την πατρίδα μπροστά».
– Ο καθηγητής Κοινωνικής Πολιτικής Μάνος Ματσαγγάνης αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη σημασία του ανοίγματος σε πρόσωπα μη προερχόμενα από τη ΝΔ. Συγκεκριμένα, όπως είπε: «Σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις, η Νέα Δημοκρατία θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές και θα σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το γεγονός ότι η ηγετική ομάδα που ετοιμάζεται να πάρει τις τύχες της χώρας στα χέρια της, ενδιαφέρεται να ακούσει τις απόψεις ανθρώπων διαφορετικών πεποιθήσεων -στα θέματα φυσικά της ειδικότητάς τους- δεν είναι απλώς κολακευτικό για τους ίδιους. Είναι επίσης καλό σημάδι για τη χώρα». Επίσης, αναπτύσσοντας το θέμα της ομιλίας του τόνισε: «Πρέπει να χτίσουμε σε όσα θετικά έχουν γίνει στην επιδοματική πολιτική. Και το θεωρώ πολύ σημαντικό που ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας έχει ταχθεί υπέρ του κοινωνικού εισοδήματος αλληλεγγύης».
– Ο πρώην Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Μιχάλης Κωσταράκος μίλησε για τον νέο υπεύθυνο πατριωτισμό και τόνισε ότι: «Ο πατριωτισμός δεν είναι στρατιωτικό θέμα, ούτε αποκλειστικότητα όσων ασχολούνται με την άμυνα και την ασφάλεια. Είναι καθήκον και υποχρέωση όλων μας. Είναι η θέληση να προσφέρουμε στην Πατρίδα, από οποιοδήποτε πόστο. Αφορά όλους τους τομείς του δημοσίου και ιδιωτικού βίου, τώρα περισσότερο από ποτέ».
– Η καθηγήτρια Φιλοσοφίας Βάσω Κιντή περιέγραψε τη ζοφερή κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα και στον τομέα της Παιδείας και έδωσε έμφαση στην ανάγκη αλλαγής του άρθρου 16, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Πρέπει να πάψουμε να είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που απαγορεύει στο Σύνταγμά της τα μη κρατικά Πανεπιστήμια». Πρόσθεσε μάλιστα ότι: «τα επιχειρήματα για τη μη αλλαγή του άρθρου 16 είναι στρουθοκαμηλισμοί και υπεκφυγές. Μια φιλελεύθερη Δημοκρατία δεν μπορεί να απαγορεύει τα μη κρατικά Πανεπιστήμια», ενώ περιέγραψε και την σημερινή κατάσταση στα δημόσια ΑΕΙ τονίζοντας ότι “πρέπει να πάψουν να είναι άσυλα παράνομης διακίνησης ναρκωτικών, παρασκευής μολότοφ, προπηλακισμών, παράνομου εμπορίου βίας και αυθαιρεσίας”. Τέλος σχολίασε θετικά τις προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας για την αυτονομία και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων, σχολικών και πανεπιστημιακών, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι: «αυτονομία σημαίνει εμπιστοσύνη τους εκπαιδευτικούς, στις ικανότητές τους, στις πρωτοβουλίες τους, στη δημιουργικότητα τους.Μια εμπιστοσύνη που δεν είναι ψευδεπίγραφη, όπως αυτή της φτηνής κολακείας, που επιχειρεί ο ΣΥΡΙΖΑ όταν τους απευθύνεται, αλλά μια εμπιστοσύνη που σημαίνει συγχρόνως ευθύνη”.