Ανοδο 10% στα ίδια κεφάλαια και στο ενεργητικό των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών κατεγράφη το 2017 σε σχέση με το 2016. Κατά την εξεταζόμενη περίοδο βελτιώθηκε και ο δείκτης φερεγγυότητας, ωστόσο η Ελλάδα υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Επίσης, ο κλάδος παρέμεινε στάσιμος σε ό,τι αφορά την ανάπτυξή του, αντίθετα με την ευρωπαϊκή αγορά που αυξήθηκε κατά 4%.
Πρόκειται για τα ευρήματα της έρευνας που εκπονεί σε ετήσια βάση για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες στην Ελλάδα η KPMG.
Τα στοιχεία που αξιοποιήθηκαν για τη χρηματοοικονομική ανάλυση και την κεφαλαιακή επάρκεια ήταν της χρήσης που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2017.
Ο σκοπός της ετήσιας αυτής έκθεσης είναι η ενημέρωση των ασφαλιστικών εταιρειών και των στελεχών τους σχετικά με τις εξελίξεις, τάσεις και θεματολογία που αφορούν την ελληνική ασφαλιστική αγορά, καθώς και η παρουσίαση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και του επιπέδου φερεγγυότητας των εταιρειών ιδιωτικής ασφάλισης σε εγχώριο, αλλά και η σύγκριση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Αναλυτικά, τα κύρια συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής:
Από πλευράς τζίρου και μεγέθους αγοράς δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές σε σχέση με την προηγούμενη χρήση για τις εταιρείες του κλάδου, σημειώνοντας μηδενική ανάπτυξη και μικρές μετατοπίσεις χαρτοφυλακίου. Αντίθετα, η ευρωπαϊκή ασφαλιστική αγορά συνεχίζει να αυξάνεται με ρυθμούς πάνω από 4% διευρύνοντας τη διαφορά με την Ελλάδα.
Στην εξέλιξη των μεγεθών των εταιρειών αξιοσημείωτη είναι η αύξηση κατά 10% περίπου Ενεργητικού και Ιδίων Κεφαλαίων, η οποία ωστόσο προέρχεται κυρίως από τη διακράτηση των κερδών και όχι από την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων ή της αγοράς. Η κερδοφορία παρέμεινε σε ικανοποιητικά επίπεδα με απόδοση κεφαλαίων (ROE) στο 11% και απόδοση Ενεργητικού (ROA) στο 2%.
Σε επίπεδο αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα διαχειριστικά έξοδα, κατεγράφη βελτίωση της κερδοφορίας του κλάδου ζωής σε σχέση με τις γενικές ασφαλίσεις, οι οποίες συνεχίζουν ωστόσο να προσφέρουν τις μεγαλύτερες αποδόσεις.
Το επίπεδο των επενδύσεων και αποδόσεων επενδύσεων, που ανήλθε στο 2,2%, κινήθηκε σε ελαφρώς χαμηλότερα επίπεδα από την προηγούμενη χρονιά, ενώ οι έλληνες ασφαλιστές δείχνουν σαφή προτίμηση στο ομολογιακό χαρτοφυλάκιο με ποσοστά πάνω από 80% σε σχέση με το 65% της Ευρώπης.
Aπό πλευράς αποδοτικότητας, ο δείκτης εξόδων κινήθηκε ανοδικά κατά μία μονάδα, στο 17%, ενώ και το κόστος πρόσκτησης μεταβλήθηκε ανοδικά κατά μία μονάδα στο αυτοκίνητο.
Αισθητή ήταν η μείωση της αποθεματοποίησης αλλά, αντίθετα, και η αύξηση αποζημιώσεων, με την απελευθέρωση αποθεμάτων προηγούμενων χρήσεων να συνεχίζεται για μία ακόμα χρονιά, γεγονός που βοήθησε σημαντικά στη διατήρηση της κερδοφορίας.
Ο δείκτης φερεγγυότητας (SCR) κινήθηκε αυξητικά σημειώνοντας μεταβολή κατά 11%, με αποτέλεσμα την ελαφρά αποκλιμάκωση της διαφοράς με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, που ανέρχεται σε 239%, ενώ ο δείκτης σε επίπεδο Ελλάδας, που ανήλθε σε 173%, παραμένει ανάμεσα στους πιο μικρούς στην Ευρώπη. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο δείκτης ελάχιστης κεφαλαιακής απαίτησης (MCR) που αυξήθηκε σημαντικά στο 452% σε επίπεδο Ελλάδας, αισθητά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 648%.
Για το 2018, η έκθεση της KPMG επικεντρώθηκε στα ποικιλόμορφα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο ασφαλιστικός κλάδος στη χώρα μας, με έμφαση σε θέματα όπως η ψηφιοποίηση των ασφαλιστικών υπηρεσιών, η ανάπτυξη συμμαχιών, η επιλογή των βέλτιστων καναλιών διανομής, καθώς και η επιλογή των κατάλληλων αγορών και προϊόντων για κάθε επιχείρηση.