Η Τζέσα βαν ντερ Βάαρτ και η Ροζαλιέν Ισραελ, δυο πάστορες από την Ολλανδία, συνήθως πηγαίνουν στην εκκλησία Μπέθελ με το ποδήλατο μέσα από τους δρόμους του Αμστερνταμ. Η εκκλησία ανήκει σε προτεσταντική ενορία και βρίσκεται στο κέντρο της ολλανδικής πρωτεύουσας. Την περασμένη Τετάρτη όμως έβαλαν γρήγορα τα ράσα τους στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και πήραν τον αυτοκινητόδρομο για να φθάσουν εγκαίρως στην εκκλησία.
Επρεπε να φθάσουν στις οκτώ το πρωί, να προλάβουν δηλαδή την αλλαγή βάρδιας, για να παραδώσουν λίγες ώρες μετά τη σκυτάλη στην επόμενη, η οποία θα αναλάβανε μέχρι το απόγευμα. Η τελευταία με τη σειρά της θα παρέδιδε στην επόμενη και ούτω καθεξής, σε έναν 24ωρο «μαραθώνιο» που ξεκίνησε πριν από έξι εβδομάδες και δεν έχει σταματήσει ούτε λεπτό.
Σύμφωνα με έναν ασαφή νόμο του κράτους, η αστυνομία δεν μπορεί να διακόψει τη λειτουργία και να συλλάβει κάποιον που βρίσκεται εντός της εκκλησίας. Και για τις τελευταίες έξι εβδομάδες, οι αξιωματούχοι που ασχολούνται με θέματα μετανάστευσης δεν έχουν καταφέρει να μπουν στην εκκλησία Μπέθελ ώστε να συλλάβουν τους πέντε αρμένιους πρόσφυγες, όλοι μέλη της οικογένειας Ταμραζιάν, που έχουν βρει καταφύγιο εκεί αποφεύγοντας την απέλαση.
Η λειτουργία ξεκίνησε τον περασμένο Οκτώβριο ως ύστατη προσπάθεια μιας μικρής ομάδας τοπικών αξιωματούχων και πλέον έχει μετατραπεί σε ένα εθνικό κίνημα, το οποίο προσελκύει κληρικούς και πιστούς από πόλεις και χωριά από τη μία άκρη της Ολλανδίας ως την άλλη. Περισσότεροι από 550 πάστορες από 20 διαφορετικά δόγματα έχουν αλλάξει βάρδιες στο όνομα της προστασίας μιας ευάλωτης οικογένειας.
Η δύναμη της πίστης και η επιρροή των θεσμών
«Πρόκειται για μια έμπρακτη πράξη αυτού που κηρύττουμε» αναφέρουν στους «New York Times» οι Τζέσα βαν ντερ Βάαρτ και Ροζαλιέν Ισραελ καθώς αυξάνουν ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο. Σε μια εποχή όπου η χριστιανοσύνη στην Ευρώπη είναι έννοια σχετική, όπου η ξενοφοβία και ο εθνικισμός γιγαντώνονται, η λειτουργία στην εκκλησία Μπέθελ υπενθυμίζει την επιρροή που μπορούν να ασκήσουν οι θρησκευτικοί θεσμοί. Οι πάστορες έχουν προστατεύσει την οικογένεια Ταμραζιάν και η οικογένεια από την πλευρά της έχει δώσει σκοπό στη δύναμη της πίστης τους.
«Οι Εκκλησίες της Δύσης δίνουμε κατά κάποιον τρόπο μάχη, βρισκόμαστε ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο» αναφέρει η πάστορας Ισραελ, η οποία είναι μεταξύ άλλων γενική γραμματέας της Προτεσταντικής Εκκλησίας του Αμστερνταμ. Αυτός ο «μαραθώνιος» στην εκκλησία Μπέθελ δείχνει ότι υπάρχει ακόμη μια άλλη Ευρώπη στην εποχή του φόβου και της περιχαράκωσης.
«Συχνά σκέπτομαι ότι βρισκόμαστε σε καιρούς όπου η αλληλεγγύη σπανίζει όλο και πιο πολύ» αναφέρει από την πλευρά της η πάστορας Τζέσα βαν ντερ Βάαρτ, η οποία είναι και εφημέριος στην Ούντε Κερκ, την παλαιότερη εκκλησία στο Αμστερνταμ. «Αλλά», προσθέτει, «αυτή η πρωτοβουλία δείχνει έμπρακτα την αλληλεγγύη και αυτό αναπτερώνει τις ελπίδες μου».
Η οικογένεια Ταμραζιάν κατέληξε στην Ολλανδία αφότου ο πατέρας εξαναγκάστηκε να διαφύγει από την Αρμενία το 2010 για πολιτικούς λόγους. Στη διάρκεια μιας περιόδου έξι ετών ολλανδοί αξιωματούχοι τούς αρνήθηκαν δυο φορές να τους παράσχουν άσυλο, μολονότι τα τρία παιδιά της οικογένειας βρίσκονταν στη χώρα για περισσότερο από πέντε χρόνια και θεωρητικά πληρούσαν τις προϋποθέσεις, σύμφωνα με νόμο του 2013.
Εκπρόσωπος του ολλανδικού υπουργείου Δικαιοσύνης λέει στην αμερικανική εφημερίδα ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να σχολιάσει ανεξάρτητες υποθέσεις. Ωστόσο, μιλώντας γενικά, τονίζει ότι ο ολλανδικός νόμος λέει πως οι οικογένειες που πληρούν τις προϋποθέσεις για παροχή ασύλου είναι εκείνες που είναι παραδόξως «πρόθυμες» να συνεργαστούν με τις Αρχές για απέλαση στη χώρα τους. Οι Ταμραζιάν αρνήθηκαν κάτι τέτοιο καθώς θεωρούσαν ότι υπήρχε κίνδυνος να επιστρέψουν στην Αρμενία. Κι έτσι, αφού βρήκαν πρώτα καταφύγιο στην Κάτβιτζ, μια παραθαλάσσια πόλη νοτιοδυτικά του Αμστερνταμ, κατέληξαν στη συνέχεια στην ολλανδική πρωτεύουσα.