Σοβαρές ενδείξεις ενοχής των οκτώ εμπλεκομένων στην υπόθεση του χρυσού, βλέπει το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών, κρίνοντας παρ’ όλα αυτά ότι δεν είναι αναγκαία η προσωρινή τους κράτηση και μπορούν να αφεθούν ελεύθεροι, με περιοριστικούς όρους – εγγυοδοσία ύψους 200.000 ευρώ για τον Ριχάρδο και τον τούρκο Ισμαήλ (για έναν έκαστο), απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα για όλους ανεξαιρέτως.
Παρά την ηχηρή κατάρρευση του κατηγορητηρίου, το βούλευμα στο δια ταύτα του κάνει ουσιαστικά δεκτή την πρόταση της εισαγγελέως, εμφανίζοντας τους δικαστές να μην έχουν πεισθεί ότι δεν υφίσταται το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Εκτιμούν ως ανεπαρκές ακόμη και το έγγραφο της ΑΑΔΕ βάσει του οποίου η ανακρίτρια Διαφθοράς ζήτησε την άρση των ενταλμάτων προφυλάκισης, με βασικό επιχείρημα ότι η εξαγωγή του χρυσού προς την Τουρκία δεν υπόκειται σε φόρους και δασμούς.
Στην καρδιά του σκεπτικού των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών, βρίσκεται η αμφιβολία του αν τα εξαγόμενα εμπορεύματα είναι κοινοτικής προέλευσης ή τρίτων χωρών, ή προϊόντα λαθρεμπορίας, κάτι που μπορούν να προσδιορίσουν μόνον οι διωκτικές και δικαστικές αρχές, και όχι οι τελωνειακές – όπως λένε.
Τονίζουν, μεταξύ άλλων, χαρακτηριστικά, οι δικαστές του Συμβουλίου: «Επιπρόσθετα, κανένας από τους προσφεύγοντες δεν εξειδίκευσε εάν τα κατασχεθέντα αντικείμενα προέρχονται από το εξωτερικό, χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τρίτη, ή αν προέρχονται από την επιχειρηματική δραστηριότητα λειτουργίας των ενεχυροδανειστηρίων και, στην τελευταία περίπτωση, αν αντιστοιχίζονται με τις ποσότητες χρυσού και λοιπών πολύτιμων μετάλλων και αντικειμένων που συγκεντρώθηκαν από τη συγκεκριμένη επιχειρηματική δράση, περιπτώσεις για τις οποίες οφείλεται η καταβολή Φ.Π.Α., χωρίς εν προκειμένω να προκύπτει η καταβολή του. Εξάλλου, η κρίση του παρόντος Συμβουλίου περί της ύπαρξης σοβαρών ενδείξεων ενοχής σε βάρος των προσφευγόντων, δεν αναιρείται από κανένα αποδεικτικό μέσο, ούτε από τα έγγραφα που στο πλαίσιο της ανάκρισης διαβιβάστηκαν από την ΑΑΔΕ».
«Και τούτο», εξηγούν, «διότι η Γενική Διεύθυνση Τελωνείων με τα έγγραφα αυτά δεν αναφέρεται στην εξαγωγή λαθρεμπορευμάτων από τη χώρα, που αποτελεί εν προκειμένω το κρινόμενο ζήτημα. Επομένως, οι σοβαρές ενδείξεις ενοχής των προσφευγόντων δεν κλονίζονται από το περιεχόμενο των εγγράφων αυτών, ούτε από κανένα άλλο αποδεικτικό μέσο. Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν έχει ακόμη υπολογιστεί η αξία των κατασχεθέντων εμπορευμάτων και ο επ’ αυτού Φ.Π.Α. ουδόλως αναιρεί την κρίση του Συμβουλίου τούτου περί των ενδείξεων ενοχής που προέκυψαν σε βάρος των προσφευγόντων».
Διαφωτιστική του σκεπτικού είναι και η σχετική διατύπωση στην εισαγγελική πρόταση:
«Το τεκμήριο δε που εισάγεται από τα ως άνω έγγραφα με την αναφορά ότι « τα εμπορεύματα που ευρίσκονται στο τελωνειακό έδαφος της Ευρωπαϊκής Κοινότητος τεκμαίρεται ότι έχουν κοινοτικό χαρακτήρα», αποτελεί, προφανώς, μαχητό τεκμήριο, καθώς οι τελωνειακές αρχές δεν έχουν αρμοδιότητα να κρίνουν εάν τα εμπορεύματα είναι κοινοτικής προέλευσης ή τρίτων χωρών, ή εάν είναι αντικείμενο λαθρεμπορίας, καθώς αυτό αποτελεί αρμοδιότητα και αντικείμενο εξερεύνησης των αστυνομικών και κατ’ επέκταση των δικαστικών αρχών, οι οποίες προσδίδουν τον χαρακτηρισμό του νομίμου ή παρανόμου προϊόντος ως αποτέλεσμα εκνόμων ενεργειών (λχ είναι αντικείμενα λαθρεμπορίας, προϊόντα κλοπής, αποδοχής προϊόντων εγκλήματος κλτ), ή ακόμα και φορολογικών παραβάσεων. Δεν είναι δε ασύνηθες, οι αστυνομικές αρχές των συνόρων, κατόπιν σχετικής αναφοράς των τελωνειακών αρχών, να συλλαμβάνουν και να σχηματίζουν δικογραφίες κατά ατόμων που επιχειρούν να περάσουν παράνομα χρυσό στην Τουρκία, καθώς και να ασκούνται εις βάρος τους ποινικές διώξεις για λαθρεμπορία».