Προς τη θετική κατεύθυνση κινείται το νέο σχέδιο νόμου του υπουργείου οικονομίας για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς (συγχωνεύσεις, εξαγορές, διασπάσεις, μετατροπές) αναφέρει ο ΣΕΒ αφού εξυπηρετεί ως ένα βαθμό το βασικό στόχο που είναι η απόκτηση μεγαλύτερου μεγέθους για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει ο ΣΕΒ, παραμένουν αρκετά κρίσιμα ζητήματα προς επίλυση, με επίκεντρο την εναρμόνισή του με τις φορολογικές διατάξεις. «Δίχως σχετική μέριμνα και άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών και προς αυτήν την κατεύθυνση, όπως η παροχή κινήτρων που θα επιτρέπουν στις ΜμΕ να μετασχηματιστούν σε μεγαλύτερα μεγέθη, μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών, τα οφέλη του νέου νόμου κινδυνεύουν να μείνουν μόνο στα χαρτιά», διευκρινίζει ο ΣΕΒ.
Με το νέο σχέδιο επιλύεται οριστικά το ζήτημα της καταχρηστικότητας (δηλαδή μετασχηματισμοί που δεν προβλέπονται στο εταιρικό δίκαιο), εισάγονται σημαντικές απλουστεύσεις και δίνεται ευελιξία στις διαδικασίες μετατροπών, συγχωνεύσεων και διασπάσεων.
Ο ΣΕΒ στην παρέμβασή του υπογραμμίζει και την ανάγκη για αλλαγή κουλτούρας και των ίδιων των επιχειρηματιών προς αυτή την κατεύθυνση, καθώς το μικρό μέγεθος παγιδεύει την οικονομική δραστηριότητα σε χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και επενδύσεων. Ειδικά στην ελληνική πραγματικότητα, ένα πλαίσιο κανόνων εταιρικής λειτουργίας και φορολογικών κινήτρων που θα διευκολύνει τους εταιρικούς μετασχηματισμούς, παράλληλα με την ουσιαστική μείωση των εταιρικών φορολογικών συντελεστών, μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο εξυγίανσης και μεγέθυνσης των επιχειρήσεων.
Όπως υποστηρίζει ο ΣΕΒ, η έξοδος από την κρίση φέρνει την ελληνική οικονομία αντιμέτωπη με τις διαρθρωτικές της αδυναμίες που είτε προϋπήρχαν της κρίσης είτε δημιουργήθηκαν και εντάθηκαν κατά τη διάρκειά της. Δηλαδή με το πολύ μικρό επιχειρηματικό μέγεθος, την υπερχρέωση που οδηγεί σε περιορισμένη και ακριβή πίστωση, την απουσία επιχειρηματικής κουλτούρας μεγέθυνσης, συνεργασιών, εξαγορών και συγχωνεύσεων, και τέλος το δύσκαμπτο και αναχρονιστικό ρυθμιστικό περιβάλλον που συντηρεί ακριβώς αυτές τις παθογένειες. Τα στοιχεία επιβεβαιώνουν το πρόβλημα, καθώς:
1ον οι πολύ μικρές επιχειρήσεις (έως 9 εργαζόμενοι) αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα της παραγωγικής βάσης της οικονομίας (96,9% έναντι 93% στην ΕΕ) και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, από 10 έως 249 εργαζομένους, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά κάθε οικονομίας έχουν υποδιπλάσιο μερίδιο της ΕΕ (3,1% έναντι 7%), χάνοντας το παιχνίδι της διεθνούς ανταγωνιστικότητας,
2ον το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPLs) στο σύνολο των ακαθάριστων δανείων ανέρχεται σε 44,9% το 2o 3-μηνο του 2018 έναντι 3,4% στην ΕΕ, καθηλώνοντας πολλές επιχειρήσεις στη ζώνη της υπερχρέωσης και της παραοικονομίας,
3ον οι συγχωνεύσεις είναι περιορισμένες και χαμηλής αξίας (π.χ. στην παρόμοια οικονομία της Τσεχίας, οι συναλλαγές σε πλήθος και αξία κινούνται 4-6 φορές πιο πάνω) υποδηλώνοντας έλλειψη ενδιαφέροντος από επενδυτικά κεφάλαια και
4ον δεν επιτρέπονται μετατροπές σχημάτων από οποιαδήποτε νομική μορφή σε οποιαδήποτε άλλη, περιορίζοντας επιχειρηματικές επιλογές.
Γι’ αυτούς τους λόγους είναι αδήριτη η ανάγκη να δημιουργήσουμε ένα νέο πλαίσιο πολιτικών και κινήτρων που θα ενθαρρύνουν τις επιχειρηματικές αναδιοργανώσεις κυρίως μέσω συγχωνεύσεων και εξαγορών. Και σε αυτή την κατεύθυνση, το πρόσφατο σχέδιο νόμου για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς που κατέθεσε σε διαβούλευση το Υπουργείο Οικονομίας, συνιστά ένα θετικό βήμα που έρχεται να προστεθεί σε μια σημαντική προσπάθεια που επιτελείται την τελευταία περίοδο για τη συνολική αναμόρφωση του εταιρικού δικαίου στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων (νομοθεσία ΑΕ, ΕΠΕ, σύσταση επιχειρήσεων, πτωχευτικό και προπτωχευτικό πλαίσιο) αλλάζοντας πλέον σημαντικά το εταιρικό ρυθμιστικό περιβάλλον.
Η δυναμική των εταιρικών μετασχηματισμών (συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μετατροπές) άλλωστε συνδέεται ευθέως με την ικανότητα της οικονομίας να ξεπεράσει την κρίση και να υποστηρίζει στην πράξη την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, την ενίσχυση του ανταγωνισμού και την προσέλκυση επενδύσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η νομοθεσία που διέπει την υλοποίησή τους πρέπει να αποτελεί εύχρηστο εργαλείο, αλλά και κίνητρο, τόσο για τις επιχειρήσεις που επιθυμούν ευελιξία, ταχύτητα και νομική ασφάλεια κατά την υλοποίηση των συγκεκριμένων επιχειρηματικών επιλογών τους όσο και των επενδυτών καθώς μέσω των μετασχηματισμών εμπλέκονται ενεργά στη διοίκηση των επιχειρήσεων στις οποίες επενδύουν τα κεφάλαιά τους.