Μετά την Ακρόπολη και τη Βουλή, είναι το τρίτο υψηλής συμβολικής σημασίας κτίριο στην Αθήνα. Χτισμένο στα τέλη του 19ου αιώνα, προορισμένο να γίνει κατοικία του διαδόχου Κωνσταντίνου, γιου του βασιλιά Γεωργίου Α΄, το τριώροφο λιτό και αυστηρό νεοκλασικό κτίριο της Ηρώδου του Αττικού, ολοκληρώθηκε το 1897 σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ. Γνωστό πλέον σε όλους τους έλληνες και τους επισκέπτες της χώρας μας ως Προεδρικό Μέγαρο, αποτελεί την έδρα της Προεδρίας της Δημοκρατίας.
Η αρχιτεκτονική και η ιστορία του κτιρίου αναπτύσσονται στον τόμο «Το Προεδρικό Μέγαρο» (εκδόσεις Μέλισσα, 2018) ο οποίος μόλις κυκλοφόρησε. Πλούσιος σε φωτογραφικό υλικό, με τη συνεργασία αρχιτεκτόνων, ιστορικών, ιστορικών τέχνης και άλλων επιστημόνων, ο τόμος παρουσιάστηκε το βράδυ της Δευτέρας 10 Δεκεμβρίου, στο Προεδρικό Μέγαρο, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου και του Μακαριότατου Αρχιεπισκόπου Αθηνών Ιερώνυμου.
Με εντολή του Γεωργίου Α΄ προς τον προσωπικό του φίλο Τσίλερ το σπίτι που θα έχτιζε για τον διάδοχο να μη διαφέρει πολύ από τα αστικά σπίτια της εποχής, το κτίριο αποπνέει σοβαρότητα και σεβασμό, και αποτελεί σύμβολο και τοπόσημο της Αθήνας στα 150 χρόνια της ιστορίας του, είπε η Μάρω Καρδαμίτση-Αδάμη, καθηγήτρια της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και από τους συντελεστές της έκδοσης. «Αν εξαιρέσουμε το μέγεθος, μορφολογικά είναι πιο απλό από τα αστικά μέγαρα της Βασιλίσσης Σοφίας, με μόνο διακοσμητικό στοιχείο το ιωνικό πρόπυλο ενώ στο εσωτερικό επιβλητικό είναι το κεντρικό κλιμακοστάσιο που ίσως να ταίριαζε σε μεγαλύτερο κτίριο» επισήμανε η κυρία Αδάμη. Πρόκειται ίσως για τα δύο πιο αναγνωρίσιμα, από τα ειδησεογραφικά πλάνα, αρχιτεκτονικά στοιχεία του κτιρίου.
Ο εσωτερικός διάκοσμος και τα έπιπλα του κτιρίου δεν έχουν διασωθεί και δεν υπάρχουν εικόνες για το πώς είχαν διακοσμήσει το κτίριο οι προηγούμενοι κάτοικοί του, η Σοφία, ο Γεώργιος Β΄, ο Παύλος και η Φρειδερίκη. Η σημερινή του διακόσμηση με έργα τέχνης συνίσταται σε δάνεια διαρκείας από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το Βυζαντινό Μουσείο, το Μουσείο Μπενάκη και την Εθνική Πινακοθήκη, εξήγησε η διευθύντρια της τελευταίας Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, έργα τέχνης, από πίνακες του Βρυζάκη μέχρι έργα σύγχρονων ζωγράφων και γλυπτών στον κήπο, που δίνουν στον επισκέπτη «ένα συνοπτικό πανόραμα της ιστορίας της ελληνικής τέχνης».
Στους κατοίκους του κτιρίου, βασιλείς και προέδρους, αναφέρθηκε ο ιστορικός Ευάνθης Χατζηβασιλείου, καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπογραμμίζοντας τη συμβολική χρήση του κτιρίου ως έδρα του αρχηγού του κράτους και επισημαίνοντας τη διαφορά μεταξύ βασιλιάδων, που αποτέλεσαν για την ελληνική κοινωνία σύμβολα εθνικής διαίρεσης, και Προέδρων, που αφήνουν τον διχαστικό ρόλο για να αποτελέσουν σύμβολα εδραίωσης της δημοκρατίας και να προβάλουν πρότυπα αρχηγού κράτους που κινείται εντός των θεσμών και προστατεύει τη λειτουργία τους. Δίνουν μια εικόνα αυτοπειθαρχίας και αυτοβελτίωσης της ελληνικής δημοκρατίας, κατέληξε, όπως και το Προεδρικό Μέγαρο το ίδιο.
Οι ομιλητές υπογράμμισαν την πρωτοβουλία του νυν Προέδρου για τη δρομολόγηση της έκδοσης, η οποία πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του Ομίλου Λάτση, εκ μέρους του οποίου απηύθυνε χαιρετισμό ο ποιητής και στέλεχος του Ομίλου Βαγγέλης Χρόνης.
Ο τόμος περιλαμβάνει επίσης κείμενα για την Προεδρική Φρουρά, τους κήπους του μεγάρου και την καθημερινή ζωή μέσα σε αυτό καθώς και βιογραφικά σημειώματα των Προέδρων που πέρασαν από αυτό. Οι φωτογραφίες του τόμου είναι του Γιώργη Γερόλυμπου, ενώ το υλικό συμπληρώνεται από φωτογραφίες αρχείου και επισκέψεις αρχηγών κρατών, μεταξύ των οποίων ο αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα και ο γάλλος Πρόεδρος Μακρόν, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια, φωτογραφίες της Αθήνας του 19ου αιώνα και άλλο αρχειακό υλικό.
«Είναι ένα κτίριο το οποίο όσο αποτελούσε βασιλική κατοικία αντηχούσε από τις φωνές παιδιών. Σήμερα, οι Πρόεδροι της Δημοκρατίας έχουν τη σεμνότητα να μην το χρησιμοποιούν ως κατοικία, οπότε, όταν ο Πρόεδρος φεύγει, το κτίριο είναι νεκρό. Ίσως η λύση για να ζωντανέψει να είναι ο επόμενος Πρόεδρος να είναι πολύτεκνος και από επαρχία» σχολίασε χαριτολογώντας η κυρία Αδάμη, ενθαρρύνοντας, όπως και η κυρία Πλάκα, μεγαλύτερο άνοιγμα του κτιρίου στο κοινό και με την αφορμή αυτής της έκδοσης.