Αν κανείς κοιτάξει το κίνημα των «κίτρινων γιλέκων» και την εντυπωσιακή δυναμική του (όπως και την ακόμη πιο εντυπωσιακή πλειοψηφική απήχησή του), θα δει και ένα έντονο αίτημα δημοκρατίας.
Είναι ένα κίνημα που εκτός όλων των άλλων διαμαρτύρεται και για την περιφρόνηση ουσιαστικά της δημοκρατικής διαδικασίας από μια κυβέρνησης που περνάει μέτρα κυρίως με διατάγματα, και διεκδικεί θεσμούς και πρακτικές που να διευρύνουν τη συμμετοχή και καθιστά την πολιτική εξουσία πραγματικά υπόλογη στην κοινωνία.
Η κρίση των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μακρόν ανέβηκε στην εξουσία μέσα από μια διαδικασία που αποτύπωνε μια κρίση της κλασικής λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στην Γαλλία. Θυμίζουμε ότι δεν προκρίθηκε τόσο ως μια πολιτική εναλλακτική λύση στο πλαίσιο μιας κλασικής δικομματικής εναλλαγής, ούτε καν ως το «μικρότερο κακό».
Κατεξοχήν υποψήφιος βγαλμένος όχι από την παραδοσιακή πολιτική αλλά από τον κόσμο των επιχειρήσεων, απλώς έτυχε να θεωρηθεί στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών ότι ήταν αυτός που θα είχε λίγο μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει το δεύτερο γύρο απέναντι στη Μαρί Λεπέν. Και όλα αυτά μετά από την περίπτωση Ολάντ όπου όχι μόνο είχαμε τη δεύτερη συνεχόμενη περίπτωση προέδρου που δεν πέτυχε επανεκλογή, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση ούτε καν τη διεκδίκησε.
Το αποτέλεσμα ήταν μια κυβέρνηση που είναι εμφανώς αποκομμένη από την κοινωνία, ανίκανη να κατανοήσει τόσο τις επιπτώσεις των μέτρων που παίρνει και αδύναμη να κάνει πραγματική διαπραγμάτευση με τα διάφορα κοινωνικά κομμάτια.
Αυτό φυσικά δεν είναι και άσχετο από την αποδιάρθρωση των κομματικών μηχανισμών που σημαίνει και μια αδυναμία αντίληψης και γνώσης του τι συμβαίνει στην ίδια την κοινωνία. Ολοένα και περισσότερο οι πολιτικές ελίτ στην Ευρώπη απλώς δεν αντιλαμβάνονται ποιες οι επιπτώσεις των πολιτικών τους, ούτε πώς σκέπτονται οι ψηφοφόροι.
Με έναν τρόπο αυτό αποτυπώνεται στο παράδοξο του Brexit. Παρότι πρωτοβουλία ενός τμήματος της Βρετανικής οικονομικής ελίτ (που πίστευε ότι η Βρετανία θα μπορούσε να ξεδιπλώσει μια αυτόνομη οικονομική πορεία σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον), εντούτοις τη διαφορά έκαναν κυρίως λαϊκά στρώματα που είδαν στην ανάκτηση στοιχείων εθνικής κυριαρχίας τη δυνατότητα ανάκτησης και του κοινωνικού κράτους. Αυτή η αναντιστοιχία ανάμεσα στο συσχετισμό της εκλογής και το πολιτικό δυναμικό οδήγησε σε μια διαπραγμάτευση όπου ο μόνος εφικτός συμβιβασμός με την ΕΕ τελικά εξοργίζει τους υποστηρικτές του Brexit που απειλούν να οδηγήσουν σε ένα νέο θεσμικό αδιέξοδο σε μια χώρα που έχει αποφασίσει την έξοδο από την ΕΕ αλλά δεν μπορεί να εγκρίνει τους όρους της εξόδου.
Η ιταλική κρίση από τη μεριά της αποτυπώνει επίσης πλευρές της πολιτικής κρίσης. Εδώ είχαμε τα τελευταία χρόνια ένα δεύτερο κύμα αποσάθρωσης παραδοσιακών πολιτικών και κομματικών μορφών (το πρώτο ήταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990) που οδήγησε στην άνοδο στην κυβερνητική εξουσία ενός συνασπισμού ανάμεσα σε ένα κόμμα, το Κίνημα των 5 Αστεριών, βγαλμένο μέσα από την «αντιπολιτική» διάσταση κινημάτων διαμαρτυρίας και την άκροδεξιά Λέγκα, με την τελευταία μάλιστα να είναι προς το παρόν και ο μεγάλος κερδισμένος.
Η κυβέρνηση αυτή διεκδίκησε ένα αντιφατικό μίγμα επιμέρους κοινωνικών μέτρων και πιο σκληρής αντιμεταναστευτικής πολιτικής, αφήνοντας κατά μέρος πιο γενικές διακηρύξεις ρήξης με την ευρωζώνη, όμως τελικά συνάντησε μεγάλη αντίθεση από την Κομισιόν ακόμη και τις μικρές δημοσιονομικές αποκλίσεις που διεκδίκησε.
Στη Γερμανία η απόφαση της καγκελαρίου Μέρκελ να αποσυρθεί σταδιακά από την απολιτική συνέπεσε με μια περίοδο αδυναμίας να διαμορφωθούν εύκολα κυβερνητικές πλειοψηφίες, βαθιάς κρίσης όχι μόνο της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και της χριστιανοδημοκρατίας και αυξημένης απήχησης της ακροδεξιάς.
Στο Βέλγιο η κυβέρνηση έπεσε και πλέον η χώρα επιστρέφει στην αβεβαιότητα και την πολιτική κρίση.
Από την άλλη μεριά, πιο σταθερές δείχνουν να είναι κυβερνήσεις που επιλέγουν μια πιο συνολική αυταρχική και πατερναλιστική οπτική. Τα παραδείγματα της Πολωνίας και ιδίως της Ουγγαρίας του Βίκτωρ Όρμπαν είναι από αυτή την άποψη χαρακτηριστικά. Αυταρχισμός, κρατική προπαγάνδα, δαινομονοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων αλλά και πατερναλιστική ρητορική για προστασία των αδυνάμων, είναι ο χαρακτηριστικός τόνος, παράλληλα με την επιλεκτική αμφισβήτηση των «Βρυξελλών».
Όλα αυτά σηματοδοτούν ένα συνολικότερο πρόβλημα στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών στην Ευρώπη, μια ιδιότυπη αδυναμία να λειτουργούν ως πεδίο διαμόρφωσης ευρύτερων όρων όχι απλώς συναίνεσης αλλά και ενεργητικής στήριξης των κομβικών πολιτικών επιλογών.
Το διαρκές ευρωπαϊκό «δημοκρατικό έλλειμμα»
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το συνολικότερο πρόβλημα της λειτουργίας των ίδιων των ευρωπαϊκών θεσμών.
Δεν αναφερόμαστε μόνο στο διηνεκές «δημοκρατικό έλλειμμα» που συγκεφαλαιώνεται στην πάγια προτεραιότητα των μη δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο ίδιος ο τρόπος που διαρκώς αυξάνονται οι ασφυκτικοί περιορισμοί στην οικονομική και κοινωνική πολιτική, η λογική της μόνιμης επιτήρησης, οι κάθε λογής «αυτόματοι πιλότοι» (π.χ. τα «δημοσιονομικά φρένα»), αφήνουν πολύ μικρά περιθώρια στην πολιτική συζήτηση και στη δημοκρατική επιλογή.
Γιατί δημοκρατία σημαίνει όχι απλώς «διαβούλευση», αλλά δυνατότητα επιλογής πολιτικής. Και η τρέχουσα αρχιτεκτονική της Ευρώπης και ειδικά της Ευρωζώνης είναι ως εάν πρωταρχικά να επιδιώκει να ακυρώνει τη δυνατότητα να έχουν οι πολίτες επιλογές.
Όμως, αυτό δεν διαμορφώνει μόνο μια συνθήκη μειωμένης κυριαρχίας αλλά και το αντικειμενικό περιθώριο για μια κρίση νομιμοποίησης συνολικά των δημοκρατικών θεσμών, εφόσον δημιουργεί την αίσθηση ότι αποτελούν απλώς μια επίφαση δημοκρατίας την ώρα που οι πραγματικές αποφάσεις λαμβάνονται αλλού.
Μπορεί να συνταιριαστεί η οικονομική ολοκλήρωση με τη δημοκρατία;
Ο οικονομολόγος Ντάνι Ρόντνικ έχει διατυπώσει το σχήμα για την «ανέφικτη τριάδα» της παγκοσμιοποίησης. Σύμφωνα με τον Ρόντνικ τα κράτη είναι αδύνατον να διατηρήσουν ταυτόχρονα τις δημοκρατικές πολιτικές, τον εθνικό αυτοπροσδιορισμό του κυρίαρχου κράτους και την οικονομική ολοκλήρωση. Αυτό σημαίνει πώς η διεκδίκηση δημοκρατικής συμμετοχής και κοινωνικών πολιτικών στο επίπεδο των εθνικών κρατών δύσκολα μπορεί να συνυπάρξει με την ανταγωνιστικότητα στην παγκόσμια αγορά.
Αν κανείς το ακολουθήσει μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί εμφανίζονται διάφορα φαινόμενα της εποχής όπως π.χ. γιατί μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις αυταρχικές κυβερνήσεις να διεκδικούν ταυτόχρονα τη συμμετοχή στη παγκοσμιοποίηση και την υπεράσπιση του «έθνους-κράτους».
Όμως, στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδεικνύεται ότι ακόμη και η μερική απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας σε κανένα βαθμό δεν οδηγεί σε ένα συνδυασμό ανάμεσα στην οικονομική ολοκλήρωση και την δημοκρατία (αυτό που υποτίθεται ότι ήταν ο πυρήνας του «ευρωπαϊκού ονείρου). Αντίθετα, κυριαρχεί η αίσθηση περιορισμού της δημοκρατίας και η κοινωνική διαμαρτυρία για την υποβάθμιση των όρων εργασίας και ζωής. Αυτό επιτείνεται από το ότι οποιαδήποτε λογική πραγματικά δημοκρατικής διαδικασίας (άρα και κοινωνικής πολιτικής και αναδιανομής) στο ευρωπαϊκό επίπεδο απορρίπτεται εκ των προτέρων, εξ ου και η αναιμική συζήτηση για την αναμόρφωση των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η αδυναμία των ελίτ και τα κινήματα ως καταλύτες
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα πρόβλημα ακόμη, αυτό που αφορά την ίδια τη συγκρότηση των πολιτικών ελίτ στην Ευρώπη. Η αντίληψη που λέει ότι σήμερα το μόνο πραγματικό πεδίο εξορθολογισμού των κοινωνιών είναι αυτό που αφορά τις δυναμικές των διεθνοποιημένων αγορών και κατά συνέπεια πρέπει να αναχθεί σε ένα βασικό γνώμονα πολιτικής, διαμορφώνει ένα είδος δομικής διανοητικής αδυναμίας να στοχαστούν έξω από αυτό το πλαίσιο.
Διαμορφώνεται μια πολιτική τάξη που ουσιαστικά δεν μπορεί να σκεφτεί έξω από ένα πλαίσιο και γι’ αυτό ούτε να επικοινωνήσει μπορεί με την κοινωνία, ούτε να κάνει πραγματικά διάλογο μαζί της. Αυτό εκ των πραγμάτων γεννά διαρκώς τον πειρασμό μιας αυταρχικής εκτροπής που φυσικά επιτείνει το πρόβλημα της κρίσης νομιμοποίησης.
Ταυτόχρονα, είναι αυτή η συνθήκη που μπορεί να εξηγήσει και το πώς η ακροδεξιά διεκδικεί να καλύψει αυτό το κενό και να αυτοπαρουσιαστεί ως η δύναμη που είναι «έξω από το πλαίσιο» έστω και εάν όχι μόνο αποδέχεται τον πυρήνα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής αλλά και παραμένει εχθρική προς οποιαδήποτε αυθεντική κοινωνική κινητοποίηση.
Αυτό δίνει ίσως και την πραγματική σημασία κινημάτων όπως τα «κίτρινα γιλέκα». Με την συστηματική τους άρνηση να ενταχθούν σε παραδοσιακά πλαίσια διαμεσολάβησης αναδεικνύουν το αίτημα ανατροπών πολύ ευρύτερων από απλώς την προσαρμογή των υπαρχόντων πολιτικών σχηματισμών.