Ξεχάστε το MRSA και το E.coli. Υπάρχει ένας νέος (για την ακρίβεια παλαιός, ωστόσο τώρα αρχίζουν οι περισσότεροι ειδικοί να ασχολούνται μαζί του) βακτηριακός «εχθρός» που γίνεται ολοένα και ισχυρότερος εξαιτίας της ανθεκτικότητάς του στα αντιβιοτικά. Και μάλιστα ο βακτηριακός αυτός «εχθρός» κατοικεί στο δέρμα όλων των ανθρώπων του πλανήτη!
Παραγνωρισμένος κίνδυνος
Το βακτήριο Staphylococcus epidermidis, στενός συγγενής του MRSA, αποτελεί κύρια αιτία εν δυνάμει επικίνδυνων για τη ζωή λοιμώξεων ύστερα από χειρουργική επέμβαση, ωστόσο τόσο οι κλινικοί γιατροί όσο και οι ερευνητές δεν του έχουν δώσει τη δέουσα σημασία λόγω της αφθονίας του στον ανθρώπινο οργανισμό. Τώρα, ερευνητές από το Κέντρο Milner για την Εξέλιξη στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ (μεταξύ των οποίων και ο έλληνας ερευνητής του Τμήματος Βιολογίας και Βιοχημείας Λεονάρδος Μάγειρος) προειδοποιούν ότι πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπ’ όψιν πόσο σοβαρή απειλή συνιστά αυτός ο μικροοργανισμός για την υγεία πολλών ανθρώπων. Αναφέρουν επίσης ότι είναι ανάγκη να λαμβάνονται επιπλέον μέτρα προστασίας στα άτομα που κινδυνεύουν περισσότερο από λοιμώξεις και τα οποία πρόκειται να υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.
Οι ερευνητές εντόπισαν μια ομάδα 61 γονιδίων τα οποία επιτρέπουν σε αυτό το υπό φυσιολογικές συνθήκες αβλαβές βακτήριο του δέρματος να προκαλεί σοβαρές, εν δυνάμει θανατηφόρες, λοιμώξεις. Ελπίζουν ότι η κατανόηση σχετικά με το γιατί ορισμένα στελέχη του S.epidermidis προκαλούν νόσο σε ορισμένες περιπτώσεις θα οδηγήσει στο μέλλον στον εντοπισμό των ασθενών που κινδυνεύουν περισσότερο από λοίμωξη εξαιτίας του προτού μπουν στο χειρουργείο.
Η ανάλυση που αποκάλυψε τα 61 επίμαχα γονίδια
Στο πλαίσιο της μελέτης τους, η οποία δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «Nature Communications», οι επιστήμονες έλαβαν δείγμα από το δέρμα ασθενών που είχαν υποστεί λοίμωξη μετά την υποβολή τους σε επεμβάσεις αποκατάστασης καταγμάτων ή αρθροπλαστικών ισχίου και γονάτου και τα συνέκριναν με δείγματα που ελήφθησαν από το δέρμα υγιών εθελοντών.
Ανέλυσαν ολόκληρο το γονιδίωμα των βακτηρίων που εντοπίστηκαν στα δείγματα των ασθενών και των υγιών εθελοντών και εντόπισαν 61 γονίδια στο S.epidermidis που προκαλούσαν νόσο και τα οποία δεν υπήρχαν στα περισσότερα από τα δείγματα των υγιών ατόμων. Ηταν αναπάντεχο, ωστόσο, το γεγονός ότι υπήρχε ένας μικρός αριθμός υγιών εθελοντών που φάνηκε ότι έφεραν το πιο θανατηφόρο στέλεχος του βακτηρίου χωρίς να το γνωρίζουν.
Τα επίμαχα 61 γονίδια φάνηκε ότι βοηθούσαν το βακτήριο να αναπτύσσεται στην κυκλοφορία του αίματος, να διαφεύγει την ανοσολογική απόκριση του ανθρώπινου οργανισμού, να καθιστά την επιφάνεια των κυττάρων κολλώδη, ώστε τα βακτήρια να μπορούν να σχηματίζουν βιοφίλμ επάνω τους, καθώς και να εμφανίζει ανθεκτικότητα στις αντιβιοτικές θεραπείες.
Οπως ανέφερε ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, διευθυντής του Τμήματος Βιοπληροφορικής στο Κέντρο Milner για την Εξέλιξη του Πανεπιστημίου του Μπαθ, καθηγητής Σαμ Σέπαρντ, «το S.epidermidis είναι ένα θανατηφόρο παθογόνο που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας. Κλινικά ποτέ κανείς δεν του έδωσε τη δέουσα σημασία, καθώς εθεωρείτο ότι πρόκειται για έναν παράγοντα επιμόλυνσης των δειγμάτων στο εργαστήριο ή απλώς όλοι αποδέχονταν ότι αποτελεί γνωστό παράγοντα κινδύνου για λοίμωξη ύστερα από χειρουργική επέμβαση. Οι λοιμώξεις που εμφανίζονται έπειτα από επεμβάσεις μπορεί να είναι άκρως σοβαρές, ως και θανατηφόρες. Μόνο στη Βρετανία οι λοιμώξεις είναι υπαίτιες για σχεδόν το ένα τρίτο των θανάτων. Πιστεύω λοιπόν ότι πρέπει να κάνουμε περισσότερα για να μειώσουμε τον κίνδυνο, εάν μπορούμε».
Απαιτείται εντοπισμός των ασθενών υψηλού κινδύνου
Σύμφωνα με τον καθηγητή Σέπαρντ, αν καταφέρουμε να εντοπίζουμε τους ασθενείς που κινδυνεύουν περισσότερο από λοίμωξη με το βακτήριο, θα μπορούμε να τους στοχεύσουμε λαμβάνοντας επιπλέον μέτρα υγιεινής και προστασίας προτού υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση.
Ο ερευνητής εξήγησε πως με δεδομένο ότι το S.epidermidis βρίσκεται σε τόσο μεγάλη αφθονία στο ανθρώπινο δέρμα, τα βακτήρια του είδους μπορούν να γίνουν πολύ γρήγορα επικίνδυνα ανταλλάσσοντας γονίδια μεταξύ τους. Κατέληξε τονίζοντας ότι «αν δεν κάνουμε κάτι για να το ελέγξουμε αυτό, υπάρχει κίνδυνος τα γονίδια που προκαλούν νόσο να εξαπλωθούν σε ευρύτερη κλίμακα, κάτι που θα οδηγήσει σε ακόμη περισσότερες μετεγχειρητικές λοιμώξεις οι οποίες θα εμφανίζουν ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά».