Στις 11 Νοεμβρίου 1918,ήμερα σύναψης ανακωχής μεταξύ των εμπόλεμων δυνάμεων της Αντάντ και των δυνάμεων της Κεντρικής Ευρώπης, κυκλοφορούσε η πανηγυρική έκδοση της εφημερίδας “Modesto Evening News”, στην Καλιφόρνια με έναν τεράστιο τίτλο: «Germany must pay» , Η Γερμανία πρέπει να πληρώσει.
Της καταλόγισαν την «war guilt» ενοχή για πρόκληση πολέμου. Ωσάν να ήταν η Γερμανία εκείνη που «ήρξατο χειρών αδίκων» στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και έπρεπε αυτή κυρίως να πληρώσει για τα επίχειρα της κακίας της. Αλλά η αλήθεια δεν ήταν έτσι ακριβώς. Η Σερβία και βέβαια η Αυστροουγγαρία ήταν εκείνες προκάλεσαν το κακό του Μεγάλου Πολέμου (αν και η Γερμανία δεν υπήρξε εντελώς αμέτοχη). Η τελευταία ήταν ένας ακατανίκητος εχθρός, μια μιλιταριστική αυτοκρατορία, όπως την έφτιαξε ο Οτο φον Βίσμαρκ ενώνοντας μικρά κρατίδια με το μεγάλο κράτος της Πρωσίας που τελικά κατέστησαν ο πιο απειλητικός εχθρός των τότε Συμμάχων 3 Μεγάλων: Βρετανίας, Γαλλίας και Ρωσίας από τον οποίον υπέστησαν δεινές ήττες με πρώτη και καλύτερη αυτή που πλήρωσαν οι Ρώσοι στη σπουδαία Μάχη του Τάνενμπεργκ το 1914 αρχές του πολέμου στο ανατολικό μέτωπο..
Και ήταν η Γερμανία αυτή που προκάλεσε τη μεγαλύτερη ζημιά στις χώρες της «Εγκάρδιας (τριπλής) Συνεννόησης»: Ηνωμένο Βασίλειο, Ρωσία, Γαλλία, αλλά και ΗΠΑ (σχεδόν κατόπιν εορτής το 1917, όπως σατιρίζεται στην ωραία ταινία-μιούζικαλ του Ρίτσαρντ Ατέμπορο «Αυτός ο υπέροχος πόλεμος!») και άλλες μικρές χώρες, όπως το «ουδέτερο» Βέλγιο, η Πορτογαλία, η Ελλάδα που και αυτή με καθυστέρηση, ως το 1917, χάριν Κωνσταντίνου και της «αδυναμίας» του προς τη Γερμανία (επέμενε στην ουδετερότητα της Ελλάδας) λόγω της μικρής θητείας του στην αυτοκρατορική φρουρά του Κάιζερ Βίλχελμ (Γουλιέλμος) Β΄ και άλλων βασιλικών σχέσεων.
Αλλά με τις ΗΠΑ ισχύει ασφαλώς το «καλώς τον κι ας άργησε». Γιατί οι Αμερικανοί αποδείχθηκαν καλοί στρατιώτες. Καλά γυμνασμένοι, φρέσκοι και ετοιμοπόλεμοι. Απόδειξαν την αξία τους από την πρώτη εμπλοκή τους σε μάχες και υπάρχει ο μύθος του Λοχία Αλβιν Γιορκ που κατόρθωσε μόνος του (με μια μικρή ομάδα επιζησάντων συμπολεμιστών του) να αιχμαλωτίσει 132 (!) Γερμανούς στρατιώτες. (Η ιστορία του έγινε ταινία από την Γουόρνερ με το Γκάρι Κούπερ στο ρόλο του Γιορκ).
Ομως η Γερμανία ήταν τότε μια ραγδαία ανερχόμενη δύναμη που είχε κατανικήσει τους Γάλλους στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο του 1870 και που οι Γαλλικές δυνάμεις την «παρακάλεσαν» να τους διευκολύνει ώστε να απαλλαγούν από την λαϊκή εξέγερση της «Παρισινής Κομούνας» του 1871 κάτι που οι Γερμανοί (Πρώσοι) έπραξαν ασμένως καταπνίγοντας στο αίμα την ηρωική και ιστορική επανάσταση του Γαλλικού λαού .
Τα πισώπλατα μαχαιρώματα και η επονείδιστη ανακωχή
Αλλά το 1918 οι γερμανοί είχαν περιέλθει σε δεινή κατάσταση γιατί τους είχε καταβάλει ο πόλεμος τριβής μέσα από τη λάσπη των χαρακωμάτων (1916-17) και υπέφεραν από πείνα, αρρώστιες και άλλα βάσανα, μεταξύ αυτών και από μια φοβερή επιδημία γρίπης που έπληττε ολόκληρη την Ευρώπη.
Οι δυο μεγάλοι ηγέτες του γερμανικού στρατού ο στρατάρχης Πάουλ φον Χίντενμπουργκ (ήρωας του πολέμου) και ο στρατηγός Ερικ Λούντεντοrφ (ένας εν δυνάμει δικτάτορας) διαπίστωσαν ότι δεν ήταν πλέον σε θέση να αντεπεξέλθουν με δυτικό και ανατολικό μέτωπο κάτω από πολύ αντίξοες συνθήκες και όφειλαν πάραυτα να επιδιώξουν μια αξιοπρεπή συνθηκολόγηση. Αλλά όπως επισημαίνει η αγγλοσαξονική παροιμία: «Οι ζητιάνοι δεν μπορεί να διαλέγουν» (Beggars cannot be choosers).
Αλλά οι πονηροί στρατιωτικοί έστειλαν τους πολιτικούς (πρώτο κόμμα ήταν τότε οι Σοσιαλδημοκράτες του SPD) «να βγάλουν το φίδι από την τρύπα». Όμως και αυτοί απέφυγαν να στείλουν δικό τους και ανάθεσαν στον Ματίας Ερσμπεργκer του Κόμματος Κεντρώων Kαθολικών να αντιπροσωπεύσει την Γερμανία στη διαπραγμάτευση για την ανακωχή. Θα πληρώσει με τη ζωή του την υπογραφή που έβαλε στη συμφωνία ανακωχής. Θα δολοφονηθεί άγρια από μια ακροδεξιά παραστρατιωτική οργάνωση.
Η συνθηκολόγηση έμοιαζε ουσιαστικά με παράδοση άνευ όρων. Οι στρατιωτικοί ήλπιζαν σε μια παύση του πυρός περιορισμένης διάρκειας ώστε να μπορούν να ανασυνταχθούν και να συνεχίσουν τον πόλεμο. Οι Σύμμαχοι όμως-ιδιαίτερα οι Γάλλοι-τους υπεννόησαν απλά: «Ουαί τοις ηττημένοις. Δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να παραδοθείτε άνευ όρων».
Σε αυτή τη διάθεση ήταν ο επικεφαλής των Συμμαχικών Δυνάμεων στρατηγός (και μετά στρατάρχης) Φερντινάντ Φος και όσο για τη διάθεση των Γερμανών, αυτοί είχαν λάβει πολιτική εντολή από τον Εμπερτ να υπογράψουν ασυζητητί όποιο έγγραφο και εάν τους έδιναν. Ηταν έμφοβοι από την τεταμένη κατάσταση που επικρατούσε στη Γερμανία. Ο λαός δεν άντεχε άλλο την πείνα και τη μιζέρια. Αλλωστε η λαϊκή εξέγερση ήταν επί θύραις. Αποδέχθηκαν μια συνθηκολόγηση με πολύ επαχθείς όρους κάτι που έδωσε αφορμή στους στρατιωτικούς να τους κατηγορούν για «πισώπλατη μαχαιριά και να αποκαλούν τους διαπραγματευτές « Εγκληματίες του Νοέμβρη».
Ένα μέγα μέρος του γερμανικού λαού υιοθέτησε αυτή την άποψη και ένιωσε μεγάλη ταπείνωση, πράγμα που εκμεταλλεύτηκε στο έπακρον αργότερα ο Αντολφ Χίτλερ, επηρεάζοντας ευνοϊκά ακόμα και τους δικαστές που τον εδίκαζαν για το αποτυχημένο «πραξικόπημα της μπυραρίας του Μονάχου», όταν τους υπερτόνιζε στη μνημειώδη απολογία του το μεγαλείο της Γερμανίας επί αυτοκρατορίας Βίλχελμ Β΄ και καγκελαρίας φον Βίσμαρκ, συγκρίνοντας με το άθλιο παρόν της τότε σχηματισθείσας κυβέρνησης Βαϊμάρης .
Πανικός και επανάσταση του 1918-19
Οι ναύτες του Κιέλου (Βόρεια πόλη της Γερμανίας και πολύ σημαντικός λιμένας) έκαναν ανταρσία και αρνήθηκαν να χτυπήσουν το Βρετανικό Στόλο στις 3/11/1918. Το επαναστατικό πνεύμα μεταφέρθηκε από το Κίελο στο Βερολίνο και αλλού. Σχηματίστηκαν συμβούλια στρατιωτών, ναυτών και εργατών (τύπου σοβιέτ).
Ο Μαξ της Βάδης συμβούλευσε τον Κάιζερ Βίλχελμ «να τα μαζεύει» και εκείνος εκτιμώντας την κατάσταση άφησε τα πείσματά του (επίμονη άρνηση να αφήσει το θρόνο του) και ώχετο απιών εις Ολλανδίαν, ακολουθώντας συμβουλές του Μαξ . Ετσι, η μοναρχία ανετράπη για να ανακηρυχθεί αβασίλευτη κοινοβουλευτική δημοκρατία. (9/11/1918). Την ανακήρυξή της έκανε ο νέος Καγκελάριος Σάιντεμαν φωνάζοντας από τα μπαλκόνια του Ράιχσταγκ τα ευχάριστα νέα. Μετά από μια σύντομη παρουσία του Μαξ στην εξουσία, ως Καγκελάριου, τη θέση του την παρέδωσε στον ηγέτη των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) Φρίντριχ Εμπερτ ο οποίος με τη σειρά του έκανε τον ενθουσιώδη Σάιντεμαν Καγκελάριο γιατί ο ίδιος ενδιαφερόταν για την προεδρία της Δημοκρατίας.
Με το ξέσπασμα της επανάστασης Σπαρτακιστών(Κομουνιστών) (Spartakusbund 1918), ο Εμπερτ, ως σοσιαλιστής ηγέτης, ζήτησε τη βοήθεια των Freikorps, εμπειροπόλεμων παραστρατιωτικών φιλομοναρχικών να πατάξει την επανάσταση πράγμα που κατόρθωσαν πολύ άνετα γιατί οι επαναστάτες ήταν ανοργάνωτοι, σχεδόν άοπλοι, άπειροι και χωρίς εμπνευσμένη ηγεσία, ενώ οι παραστρατιωτικοί ήταν βετεράνοι του πολέμου που δεν είχαν παραδώσει τον οπλισμό τους και έτρεφαν μίσος για οιουσδήποτε εξεγερμένους δεν ήταν φιλομοναρχικοί.
Ετσι μια επανάσταση γεμάτη πνοή και λαϊκό ενθουσιασμό που τρόμαξε τον Σάιντεμαν: («Είδα τη ρωσική τρέλα μπροστά μου. Την αντικατάσταση της τσαρικής τρομοκρατίας από μια μπολσεβίκικη. Όχι! Όχι στη Γερμανία»). Και κατέληξε ο Σάιντεμαν : «Ζήτω η Γερμανική Δημοκρατία!» Τελικά η εξέγερση υπήρξε αποτυχία γιατί κινητοποιήθηκαν οι Freikorps που πολεμούσαν με γνώση και αποτελεσματικότητα. Σκόρπισαν το θάνατο στους επαναστάτες, και εκτελέσθηκαν ακόμα και όσοι παραδόθηκαν αμαχητί .
Μαρτυρικός, λόγω κτηνωδίας των παραστρατιωτικών, υπήρξε ο θάνατος των δύο ηγετών των Σπαρτακιστών και αργότερα του νεοπαγούς Κομουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Ο μεν πρώτος χτυπήθηκε ανελέητα και κατόπιν δολοφονήθηκε με δύο σφαίρες στο κεφάλι. Η δε Ροζα, ύστερα από άγριο ξυλοδαρμό, σκοτώθηκε με δύο σφαίρες και αυτή, απανωτές, ενώ το πτώμα της πετάχτηκε σε ένα κανάλι όπου βρέθηκε αργότερα μετά από ένα τετράμηνο. Συνελήφθη κάποιος στρατιώτης των Freikorps που κρίθηκε ένοχος για το θάνατό της. Του επιβλήθηκε ποινή δύο ετών αλλά οι Ναζί, όταν ανέλαβαν την εξουσία το 1933, του χορήγησαν αποζημίωση!
Στη Μόναχο της Βαυαρίας ιδρύθηκε εν σπουδή η Σοβιετική Δημοκρατία του Μονάχου που ο βίος της υπήρξε πολύ βραχύς. Πήρε μορφή «Δημοκρατίας των Συμβουλίων» (κατά το σύστημα των Σοβιέτ). Και αυτή όμως ανατράπηκε «τη ευγενεί φροντίδι» των Σοσιαλδημοκρατών.
Και άλλες πόλεις όπως η Βρέμη Στουτγάρδη Λειψία κ.ά. αποτόλμησαν εξεγέρσεις αλλά πάντα οι παραστρατιωτικοί έδιναν τη τελική λύση.
Αδοξο τέλος
Και όμως αυτή η εξέγερση είχε αρχίσει με τους καλύτερους οιωνούς. Παλμός, αποφασιστικότητα που τρόμαξε τους Σοσιαλδημοκράτες όπου ο Εμπερτ ανέλαβε το ρόλο του κατευναστή, μολονότι μισούσε, όπως ομολόγησε ο ίδιος την επανάσταση σαν αμαρτία :
« Συμπολίτες! Σας ικετεύω να φύγετε από τους δρόμους. Μια πόλη νόμου και τάξης!».
Καμία έκκληση ή ικεσία δεν μπορούσε να σταματήσει τις μάζες που αυξάνονταν όλο και περισσότερο. Η εξέγερση είχε γεμίσει όλες τις πλατείες από λαό που τραγουδούσε την «3η διεθνή», ενώ στρατιώτες και εργάτες βάδιζαν ενωμένοι και τίποτε δε μπορούσε να τους σταματήσει .
Τους σταμάτησε όμως η ασυνεννοησία και η ανικανότητά τους να αδράξουν τις ευκαιρίες που τους δόθηκαν. Η Επαναστατική Επιτροπή αμφιταλαντεύονταν: να υποστηρίξει τους Επαναστάτες; Ή να έλθει σε συμβιβασμό με το νικητή των εκλογών Εμπερτ που εγγυόταν πολιτική σταθερότητα;
Ένα μέρος από το SPD αποσχίστηκε και σχημάτισε νέο κόμμα το USPD (Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες) βλέποντας τη δεξιά στροφή του και τον κτυπτοφιλομοναρχισμό του SPD. Σε αυτούς «κόλλησαν» οι Σπαρτακιστές μέχρι να αποφασίσουν να ιδρύσουν το κομουνιστικό κόμμα (KPD) στο τέλος του 1918.
Από το 1920 αρχίζει η φοβεροί οικονομική κρίση και ο λαός έχει κουραστεί πλέον Τις εκλογές του 1919 θα τις κερδίσει ο σοσιαλδημοκράτης Εμπερτ, αλλά η φτώχεια γονατίζει το γερμανικό λαό. Ο πληθωρισμός παίρνει απίστευτες διαστάσεις και τα καταναλωτικά αγαθά είναι πλέον απλησίαστα. Το μάρκο έχει χάσει την αξία του.
Είναι η ευκαιρία που περιμένει εναγώνια ο Χίτλερ. Η ρητορική του δεινότητα αφιονίζει τα πλήθη. Εχουν βρει επί τέλους τον άνθρωπό τους!
Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος θα προκαλέσει τον Β΄ που θα είναι καταστροφικότερος και θα βυθίσει την Ευρώπη στο αίμα και την ανείπωτη δυστυχία.
Τα Freikorps διαλύονται το 1921 αλλά τα μέλη τους εντάσσονται στα περιβόητα Τάγματα Εφόδου(SA) που σκορπίζουν θανατικό στον γερμανικό λαό. Για 14 χρόνια οι Γερμανοί (τελευταίοι) , αλλά και σχεδόν ολόκληρη η Ευρώπη θα βυθιστούν στη μεγαλύτερη δυστυχία της νεότερης Ιστορίας, τη μέγιστη θυσία στο θεό Μολώχ.
Το υποθετικό ερώτημα είναι, τι θα συνέβαινε αν η επανάσταση του 1918-19 είχε επιτύχει. Ο Καρλ Λίμπνεκτ φιλοδοξούσε να γίνει «Ο Λένιν της Γερμανίας». Είχε στο μυαλό του την επιβολή μιας «δικτατορίας του προλεταριάτου», αλλά παρασημασιολογημένης όπως αυτή του Λένιν και όχι όπως ακριβώς την εννοούσε ο Καρλ Μαρξ. Ενδεχόμενα να ακολουθούσε το Λένιν εγκαθιδρύοντας μια δικτατορία και μη σεβόμενος τα εκλογικά αποτελέσματα που έφερναν πρώτους τους Σοσιαλιστές Επαναστάτες και όχι το κόμμα του.
Είναι ωστόσο μάλλον απίθανο πως θα συνέβαινε ο ολέθριος Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, γιατί ασφαλώς ο Λίμπνεκτ δεν ήταν Χίτλερ. Αλλά και ο Χίτλερ δε θα μπορούσε να ευδοκιμήσει σε ένα καθεστώς κομουνιστικό. Δεν θα τον άφηναν επ’ουδενί. Ισως να μην υπήρχε ούτε καν Στάλιν.