Μικρή κερδοφορία το 2018, αλλά σημαντική ενίσχυσή της στα επίπεδα των 100 – 150 εκατ. ευρώ το 2019, μέσω ενεργειών μείωσης των λειτουργικών δαπανών και της διατήρησης του κόστους για τον πιστωτικό κίνδυνο στις 150 – 160 μονάδες βάσης, προβλέπει το επιχειρησιακό σχέδιο της Τράπεζας Πειραιώς.
Η διοίκηση της τράπεζας είναι απολύτως ικανοποιημένη από την υποδοχή που έτυχε από την αγορά η απόφασή της για μη αποπληρωμή του εφετινού κουπονιού για τα μετατρέψιμα ομόλογα (COCOs) μέσω των οποίων ενισχύθηκε στην ανακεφαλαιοποίηση του 2015.
Σύμφωνα με πηγές από τον όμιλο, οι επαφές που είχε ο διευθύνων σύμβουλος Χρήστος Μεγάλου με αναλυτές και επενδυτές πριν την γνωστοποίηση της σχετικής απόφασης, ήταν καταλυτικές για την αποφυγή ενός κύκλου αμφισβήτησης των προοπτικών της τράπεζας.
Σε αυτές τις συζητήσεις έγινε σαφές πως η νομοθεσία επιτρέπει τη μη εξόφληση της συγκεκριμένης υποχρέωσης, χωρίς καμία επίπτωση, ισοδυναμώντας ουσιαστικά με κεφαλαιακή ενίσχυση. Ξεκαθαρίστηκε πάντως πως το 2019 η πληρωμή του κουπονιού θα γίνει κανονικά.
Παράλληλα, η διοίκηση της Τράπεζας Πειραιώς συνεχίζει την προετοιμασία για την έκδοση ενός νέους ομολόγου Tier 2 ύψους 500 εκατ. ευρώ μέσα στο 2019, όποτε οι συνθήκες το επιτρέψουν, ενώ για το 2020 προγραμματίζεται η άντληση επιπλέον 500 εκατ. ευρώ μέσω διάθεσης υβριδικού τίτλου της κατηγορίας Tier 1.
Με αυτές τις ενέργειες και λαμβάνοντας υπόψιν την ολοκλήρωση του πλάνου αναδιάρθρωσης που έχει ολοκληρωθεί έως σήμερα κατά 85%, εκτιμάται ότι ο δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας της τράπεζας το 2021 θα βρίσκεται στο 14%.
Τα έσοδα και τα κόστη
Από την άλλη πλευρά, πηγές από την Πειραιώς δηλώνουν ικανοποιημένες για το γεγονός ότι μετά το α΄ τρίμηνο του 2018 και την εφαρμογή των νέων λογιστικών κανόνων (IFRS 9), τα καθαρά έσοδα από τόκους έχουν σταθεροποιηθεί.
Στο πλαίσιο αυτό, υπάρχει αισιοδοξία ότι τόσο εφέτος, όσο και την επόμενη χρονιά τα έσοδα από τοκοφόρες εργασίες θα διαμορφωθούν στα 1,4 δισ. ευρώ.
Στο ποσό αυτό θα πρέπει να προστεθούν τα έσοδα από προμήθειες, το ύψος των οποίων τοποθετείται στα 350 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Επιπλέον, θα συνεχιστεί και το 2019 η πολιτική περικοπής του κόστους λειτουργίας της τράπεζας, που εφέτος θα μειωθεί συνολικά κατά 6%, κυρίως λόγω της επιτυχημένης εθελούσιας εξόδου, της τέταρτης από την αρχή της κρίσης, διαμορφούμενο στα επίπεδα των 1,2 δισ. ευρώ.
Το 2019 εκτιμάται ότι θα υπάρξει περαιτέρω υποχώρησή του κατά 200 εκατ. ευρώ, μέσω της μείωσης του προσωπικού λόγω συνταξιοδοτήσεων, αλλά του κλεισίματος καταστημάτων. Απώτερος στόχος είναι οι συνολικές δαπάνες να έχουν μειωθεί γύρω από τα 900 εκατ. ευρώ σε ορίζοντα δύο ετών.
Κύκλοι από τον όμιλο πάντως σημείωναν αναφορικά με το δίκτυο, το οποίο σήμερα αριθμεί 530 μονάδες, πως ο στόχος είναι έως και το 2020 να λειτουργούν 450 υποκαταστήματα σε όλη την Ελλάδα και όχι λιγότερα.
Αυτό το μέγεθος θεωρείται κρίσιμο για την εξυπηρέτηση του πελατολογίου της πρώην Αγροτικής Τράπεζας, το οποίο αποφέρει καλά έσοδα από προμήθειες, ενώ το ύψος των καταθέσεων που διατηρεί είναι υψηλότερο από το μέσο όρο των υπόλοιπων πελατών του ομίλου.
Ο στόχος για τα κόκκινα δάνεια
Σε σχέση με την αντιμετώπιση του προβλήματος των κόκκινων δανείων, πηγές από την τράπεζα χαρακτηρίζουν θετικό το γεγονός ότι πλέον έχει ελεγχθεί το 90% των προβληματικών χαρτοφυλακίων από τον επόπτη τους και εκφράζουν την αισιοδοξία τους για επίτευξη του στόχου μείωσης των επισφαλειών κατά 14 δισ. ευρώ έως και το 2021, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί έναντι της ΕΚΤ.
Με την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας θα διατηρηθούν την επόμενη τριετία στα επίπεδα του 2%, η προσαρμογή αυτή θα επιτευχθεί ως εξής:
  • 6 δισ. ευρώ από πωλήσεις και τιτλοποιήσεις / Εξετάζεται η τιτλοποίηση στεγαστικών δανείων 2 -2,5 δισ. ευρώ το 2020
  • 4 δισ. ευρώ από διαγραφές
  • 4 δισ. ευρώ από ρυθμίσεις, πλειστηριασμούς, εισπράξεις
Οι ίδιοι κύκλοι χαρακτηρίζουν ενθαρρυντικό το γεγονός πως καταγράφεται σημαντική μείωση τον τελευταίο ενάμιση χρόνο στις εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και στο σκάσιμο ρυθμισμένων δανείων, το ποσοστό των οποίων πλέον κινείται κάτω από το 20%.
Αυτό έχει επιτρέψει τη μείωση του κόστους των προβλέψεων στις 150 – 160 μονάδες βάσης για εφέτος και το 2019 και την περαιτέρω υποχώρησή του στο 1% το 2020.
Σε σχέση με τα υπό δημιουργία εργαλεία στήριξης του κλάδου, πηγές από τον όμιλο τονίζουν πως εφόσον θεσπιστούν θα εξεταστεί η χρήση τους, για την επιτάχυνση των ρυθμών μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.