Μετά τη λήξη των δανειακών συμβάσεων τον περασμένο Αύγουστο, η προφανής επιλογή μιας σοβαρής χώρας θα ήταν να οικοδομήσει ένα περιβάλλον που αξιόπιστα θα απέσειε τον κίνδυνο να ξαναχρειαστούν. Με βασικό άξονα ένα ισχυρό κύμα νέων επενδύσεων που θα ανέλκυαν την οικονομία από τη μακροχρόνια ύφεση, θα έδιναν δουλειές σε όσους τις έχασαν και θα δημιουργούσαν καλύτερους όρους εξυπηρέτησης του χρέους – δημόσιου και ιδιωτικού – που παραμένει απειλητικά μεγάλο, παρά τις αναβολές εξόφλησης. Η ανάγκη αυτή όμως δεν βρίσκει ανταπόκριση ούτε στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης ούτε στις πρακτικές της αντιπολίτευσης, παρά τα κατά καιρούς αναπτυξιακά ευχέλαια: Και οι δύο φαίνονται μαγνητισμένες από τη γοητεία των κάθε λογής διευκολύνσεων και παροχών, είτε για να σφυρηλατήσουν οπαδούς για να περιορίσουν την ήττα τους, είτε για να μη χάσουν ψηφοφόρους που θα τους φέρουν στην εξουσία. {ΑΡΧ}
Ο κατακλυσμός επιδοματικών παροχών έχει ένα άμεσο ευχάριστο αποτέλεσμα αλλά και μερικά πολύ δυσάρεστα που ακολουθούν. Το πρώτο συμβαίνει επειδή ενισχύει κάπως την κατανάλωση όσων το λαμβάνουν και την εκλογική επιρροή όσων το δίνουν, όμως είναι πρόσκαιρο και για τους δύο επειδή καμία σταθερή βελτίωση δεν προκαλεί ούτε στους αποδέκτες ούτε στην οικονομία. Τα δυσάρεστα έρχονται λίγο αργότερα, αλλά έχουν μεγαλύτερο κόστος και διάρκεια, όπως τα εξής:
Πρώτον, η πολιτική αθρόων παροχών προκαλεί εκτεταμένες στρεβλώσεις στην οικονομική συμπεριφορά. Επειδή γίνονται πρόχειρα και βιαστικά υπό το άγχος της πολιτικής πίεσης, σοβαροί έλεγχοι δεν προλαβαίνουν να οργανωθούν και μπαίνουν μέσα πολλοί τζαμπατζήδες, που απλώς κρύβουν τα εισοδήματά τους. Βλέποντας αυτές τις συμπεριφορές, όσοι πληρώνουν φόρους προσπαθούν να κρύψουν και αυτοί τα δικά τους, μεταφέροντας την έδρα τους σε άλλη χώρα ή δουλεύοντας «μαύρα», με συνέπεια οι πηγές άντλησης εσόδων σταδιακά να στερεύουν. Η ειρωνεία είναι ότι έτσι θα γίνουν και οι ίδιοι δικαιούχοι για το κοινωνικό μέρισμα, αντί να το χρηματοδοτούν με τους φόρους τους. Οταν η εξαπάτηση από μη δικαιούχους πάρει μαζικές διαστάσεις, αποστερεί πόρους από όσους έχουν πραγματική ανάγκη και εξανεμίζει το αποτέλεσμα που υποτίθεται ότι θα είχε. Η κοινωνική πολιτική αντί να είναι μηχανισμός αναίρεσης μιας δυσμενούς θέσης που βρίσκεται κάποιος, πολλαπλασιάζει όσους μοιραία περιέρχονται σε αυτήν, αλλά και όσους προσποιούνται.
Δεύτερον, η πολιτική αυτή συσσωρεύει ένα απροσδιόριστο κόστος στα επόμενα χρόνια. Απαξ και τα πακέτα παροχών επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο ως η μόνη επιλογή ενίσχυσης φτωχών εισοδημάτων, θα χρειάζεται κάθε φορά να διευρύνονται όχι μόνο για να κρατήσουν το ενδιαφέρον των εξυπηρετούμενων, αλλά και να κατευνάσουν τα παράπονα όσων δεν συμμετείχαν μέχρι τότε. Στα απλά μαθηματικά της καθηλωμένης ανάπτυξης, αυτό σημαίνει μεγαλύτερο μερίδιο δαπάνης και υψηλότερο φορολογικό βάρος για να το χρηματοδοτεί. Η τέλεια συνταγή, δηλαδή, για να γίνει εκ νέου η ελληνική οικονομία το προσφιλές παίγνιο αρνητικών σεναρίων. Η απροθυμία ενδιαφέροντος για μακροχρόνια ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου, η απόσυρση επενδυτικών σχεδίων, η συνεχιζόμενη καχεξία των πιστωτικών ιδρυμάτων και η αύξουσα αναζήτηση αλλαγής έδρας μεγάλων επιχειρήσεων αντανακλούν όχι μόνο το ενδεχόμενο νέας αβεβαιότητας, αλλά και την υποψία ότι τίποτα δεν γίνεται για να αποτραπεί.
Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, εξαπλώνεται σε όλη την κοινωνία μια ψυχολογία μικρο-διεκδικήσεων και ατομικών ρυθμίσεων που έχει μετατρέψει τις οικονομικές σχέσεις πολίτη – κράτους σε πεδίο διαρκών προσφυγών και διενέξεων. Σε λίγο, με την ανάπτυξη καθηλωμένη και τα εισοδήματα πενιχρά, σχεδόν κάθε ελληνική οικογένεια θα περιμένει στη σειρά να εισπράξει κάποιο επίδομα και ταυτόχρονα θα έχει κάνει και μια αγωγή διεκδικώντας αναδρομικά, να μην πληρώσει Εφορία ή να μην εξοφλήσει κάποιο δάνειο. Οι αποφάσεις συχνά λαμβάνονται αβασάνιστα χωρίς εκτίμηση των συνεπειών και με κριτήρια εξίσου πελατειακά με αυτά που έχουν οι προσφεύγοντες. Πράγμα φυσικά που πολλαπλασιάζει τις αγωγές και συρρικνώνει ακόμη περισσότερο την κανονιστική αρμοδιότητα της οικονομικής πολιτικής. Μισθοδικεία, πρωτοδικεία, ειρηνοδικεία λες και έχουν βαλθεί να εξαλείψουν, όχι τον κίνδυνο επαναφοράς των μνημονίων ως ενδεχομένως θα όφειλαν, αλλά την προοπτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης που μόνο αυτή θα μπορούσε τελικά να τα αποτρέψει.
Ως κορυφαίο παράδειγμα αξίζει να δούμε το αδιέξοδο με τα απλήρωτα στεγαστικά δάνεια που επί χρόνια προκαλεί ασφυξία στο τραπεζικό σύστημα. Οχι μόνο επειδή εμποδίζει τη χορήγηση πιστώσεων για να πάρει μπροστά η παραγωγή, αλλά επιβαρύνει και τους φορολογουμένους κάθε φορά που οι τράπεζες χρειάζονται νέα κρατικά κεφάλαια για να μην κινδυνεύσουν. Το αδιέξοδο οφείλεται κυρίως στους παραμορφωτικούς προεκλογικούς φακούς με τους οποίους το αντιμετώπισαν τα κόμματα, τόσο της κάθε κυβέρνησης όσο και της εκάστοτε αντιπολίτευσης, όταν όλοι τους κανάκευαν όσους δεν πλήρωναν μήπως και πάρουν την ψήφο τους. Πρόσφατα είχαμε και αναβάθμιση του πελατειακού παραλογισμού, όταν η κυβέρνηση – που επί χρόνια λιβάνιζε το κίνημά τους – τώρα κάπως κυνηγά τους πλούσιους κακοπληρωτές, αλλά η αντιπολίτευση τη στηλιτεύει επειδή οι ήδη πολλά έχοντες θα χάσουν κάτι που δεν τους ανήκει.
Για να λυθεί το πρόβλημα πρέπει να καταλάβουμε ότι υπάρχουν δύο ειδών «κόκκινα» δάνεια και πλειστηριασμοί. Ενα του φτωχού που με δάνειο αγόρασε ένα μικρό διαμέρισμα για την οικογένειά του και δεν μπορεί να το πληρώσει επειδή έχασε τη δουλειά του με την κρίση. Σωστή κοινωνική πολιτική θα ήταν να καταβάλει ένα μικρό ενοίκιο στην τράπεζα ή ακόμα και να του χαριστεί, αν έχει παιδιά. Αλλο είναι του πλούσιου που έβγαλε τα λεφτά του έξω και προσπαθεί τώρα να καρπωθεί το σπίτι δωρεάν, πράγμα που όμως δεν πρέπει να γίνει γιατί αδικεί κατάφωρα όσους πληρώνουν τα δάνειά τους, αν και συχνά φτωχότεροι. Μια ματιά στην επικαιρότητα των αστέρων που ξεσπιτώνονται διαφωτίζει πλήρως το πρόβλημα.
Είτε αφορά επιδόματα είτε διεκδικήσεις και αγωγές, το συμπέρασμα είναι ότι καμία μακροχρόνια ανάπτυξη δεν θα επιτύχει, αν οι πολίτες και οι επιχειρήσεις δεν καθορίζουν τη συμπεριφορά τους με σταθερούς και κοινούς κανόνες, αλλά καταχρηστικώς επιζητούν προνομιακές ρυθμίσεις σε βάρος όσων με συνέπεια εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους. Οι παροχές πρέπει να οριοθετηθούν αυστηρά μόνο σε όσους έχουν πραγματική ανάγκη και να αξιολογείται το αποτέλεσμά τους. Μια μικρή τόνωση της κατανάλωσης εδώ και εκεί όχι μόνο δεν συνιστά ανάκαμψη, αλλά έχει σύντομη ημερομηνία λήξεως. Μόνο αν βρεθεί τρόπος να έλθουν πολλές και μεγάλες επενδύσεις, η οικονομία μπορεί να μπει σε τροχιά ανόδου και σταθερότητας, αλλά αυτό δεν συμβαίνει και το κυριότερο είναι ότι κανείς δεν ασχολείται για να το επιτύχει.
Με δεδομένη την αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να επιτελέσει αυτόν τον ρόλο μόνος του, μια λύση θα ήταν να χαμηλώσουν οι στόχοι για πρωτογενή πλεονάσματα 3,50% του ΑΕΠ που έχουν τεθεί έως το 2022 και να περιοριστούν στο 1,50% με 2% του ΑΕΠ, όπως συμβαίνει στις άλλες χώρες της ευρωζώνης. Με τον δημοσιονομικό χώρο που θα δημιουργηθεί να γίνουν παραγωγικές επενδύσεις σε υποδομές, εξαγωγικές επιχειρήσεις και τεχνολογική κατάρτιση. Διαφορετικά, όσοι παραμένουν άνεργοι και εισοδηματικά ανήμποροι θα χρειάζονται όλο και περισσότερα νέα επιδόματα, αντί να δημιουργούνται συνθήκες για σταθερή απασχόληση και ανάλογο εισόδημα ώστε να μην τα έχουν ανάγκη.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι πρώην υπουργός, καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο.