Σε νηπιακή ηλικία βρίσκεται, σύμφωνα με τον Δημήτρη Μαλλιαρόπουλο, Επικεφαλής Οικονομολόγο και Διευθυντή Οικονομικών Αναλύσεων και Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, το νέο μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και ως εκ τούτου δεν γνωρίζουμε πως θα εξελιχθεί.
Μιλώντας στο 9ο Συνέδριο του Ελληνοαμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου με θέμα «Greece Facing The Future: The New Growth Model and Global Challenges», ο κ. Μαλλιαρόπουλος σημείωσε ότι η χώρα «διανύει μια μεταβατική περίοδο μεγάλων αλλαγών, από ένα παλιό και αποτυχημένο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδήγησε στην κρίση σε ένα νέο. Επίσης πάσχει από παιδικές ασθένειες τις οποίες πρέπει να θεραπεύσουμε».
Όπως είπε ο ίδιος, το παλιό μοντέλο βασιζόταν στην κατανάλωση και στον δανεισμό, δηλαδή στην κατανάλωση της σημερινής γενιάς εις βάρος των μελλοντικών γενεών. Επειδή ο δανεισμός δεν χρησιμοποιούνταν για παραγωγικές επενδύσεις, οι οποίες θα επέτρεπαν την αποπληρωμή του χρέους στο μέλλον, το παλιό μοντέλο κατέρρευσε υπό το βάρος του χρέους που είχε συσσωρεύσει.
Σύμφωνα με τον κ. Μαλλιαρόπουλο, για να προχωρήσουμε μπροστά πρέπει αρχικά να αποδεχτούμε κάποιες αλήθειες:
Πρώτον, δεν μπορούμε ως κοινωνία να καταναλώνουμε πάνω από τις δυνατότητες μας. Στο βαθμό που το κάνουμε, πρέπει παράλληλα να επενδύουμε στην εγχώρια παραγωγή, έτσι ώστε η επόμενη γενιά να είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος από το επιπλέον προϊόν που θα παράγει η οικονομία.
Δεύτερον, επειδή ο δανεισμός του παρελθόντος προήλθε κυρίως από το εξωτερικό, για να αποπληρωθεί σταδιακά το εξωτερικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), πρέπει να ενισχύσουμε τις εξαγωγές μας. Για την ακρίβεια, πρέπει να εξάγουμε περισσότερα από ότι εισάγουμε.
Τρίτον, επειδή ζούμε σε μια Ενιαία Ευρωπαϊκή Αγορά και σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον, για να χτίσουμε μια οικονομία με κεντρικούς πυλώνες τις επενδύσεις και τις εξαγωγές, πρέπει να είμαστε ανταγωνιστικοί. Και επειδή η ανταγωνιστικότητα είναι σχετική έννοια, πρέπει για την ακρίβεια να είμαστε πιο ανταγωνιστικοί από τους άλλους.
Το νέο πρότυπο
Ο κ. Μαλλιαρόπουλος υπογράμμισε πως «το νέο αναπτυξιακό πρότυπο πρέπει να βασίζεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Για την ενίσχυση και των δυο, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και, όσον αφορά τις επενδύσεις, η χρηματοδότηση».
Όπως εξήγησε, «η ανταγωνιστικότητα δεν αφορά μόνο το κόστος εργασίας. Αφορά και το έμμεσο κόστος, το οποίο επηρεάζεται από ασφαλιστικές εισφορές, το ύψος της φορολογίας και το κόστος του κεφαλαίου. Αφορά επίσης την διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα, η οποία καθορίζεται από την ποιότητα των θεσμών, τα δικαιώματα των επενδυτών και την ισχύ του νόμου (rule of law) όπως επίσης και την ευελιξία των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και της αγοράς εργασίας».
Ο ίδιος σημείωσε ότι η εφαρμογή των μνημονίων είχε πολύ υψηλό κόστος σε όρους εισοδήματος και απασχόλησης. Από την άλλη πλευρά όμως πέτυχε, σε μεγάλο βαθμό, να θεραπεύσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να υλοποιήσει μια σειρά μεταρρυθμίσεων στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΤτΕ, «αυτές οι μεταρρυθμίσεις αναμένεται να ενισχύσουν το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα μέσω της ταχύτερης ανόδου της παραγωγικότητας. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την περίοδο των προγραμμάτων ή βρίσκονται σε διαδικασία υλοποίησης σήμερα αναμένεται να αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 13% περίπου σε ορίζοντα μιας δεκαετίας».
Το επενδυτικό σοκ
Πρόσθεσε δε πως για να αυξηθεί το απόθεμα κεφαλαίου και συνεπώς η δυνητική ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, βασική προϋπόθεση είναι να έχουμε θετικές καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου. Για να συμβεί αυτό, πρέπει οι επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα να αυξηθούν κατά 40% τα επόμενα χρόνια.
«Συνεπώς, η ελληνική οικονομία χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ, με έμφαση στις πιο παραγωγικές και εξωστρεφείς επιχειρηματικές επενδύσεις, ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα υστέρησης του προϊόντος και να δοθεί ώθηση στο μετασχηματισμό του παραγωγικό προτύπου προς διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες» τόνισε σχετικά.
Ωστόσο, σημείωσε πως «ένα από τα εμπόδια στα οποία συνεχίζει να προσκρούει η ταχύτητα αναπροσαρμογής της οικονομίας είναι η στενότητα των χρηματοδοτικών πόρων για επενδύσεις. Οι τραπεζικές πιστώσεις παραμένουν υποτονικές, ενώ οι εναλλακτικές πηγές χρηματοδότησης από τις κεφαλαιαγορές δεν έχουν αναπτυχθεί επαρκώς».
Σύμφωνα με τον κ. Μαλλιαρόπουλο, η χρηματοδότηση των επενδύσεων (πέραν από την απορρόφηση πόρων από τα κοινοτικά προγράμματα και φορείς όπως η EBRD και η EIB) απαιτεί δράσεις σε τρεις τομείς:
(α) Ξένες Άμεσες Επενδύσεις: Καθώς οι τραπεζικές πιστώσεις και η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές δεν αναμένεται να αυξηθούν, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σε επαρκή βαθμό για ένα σημαντικό άλμα των επιχειρηματικών επενδύσεων που απαιτείται για βιώσιμη ανάπτυξη, είναι αναγκαία μια επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων.
Για να προσελκύσει η χώρα ξένες άμεσες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και η αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών.
(β) Ιδιωτική αποταμίευση: Η μείωση των εισοδημάτων, η ανάγκη απομόχλευσης του ιδιωτικού χρέους και η δημοσιονομική προσαρμογή έχουν συμβάλλει σε σημαντική μείωση της εγχώριας αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα στη διάρκεια της κρίσης, από 15% του ΑΕΠ το 2007 σε περίπου 5% το β’ τρίμηνο του 2018. Ως αποτέλεσμα, ο ιδιωτικός τομέας αντιμετωπίζει έντονο πρόβλημα χρηματοδότησης των επενδύσεων.
Ενώ από τα μέσα του 2012 έως τις αρχές του 2016, οι αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα επαρκούσαν για τις πραγματικές επενδύσεις του και συχνά τις υπερκάλυπταν, τα τελευταία δυο χρόνια οι επενδύσεις αυξήθηκαν ενώ η αποταμίευση μειώθηκε, δημιουργώντας ένα χρηματοδοτικό κενό της τάξης του 3,3% του ΑΕΠ το β’ τρίμηνο του 2018.
Σύμφωνα με τη λογιστική ταυτότητα των εθνικών λογαριασμών, οι αρνητικές καθαρές αποταμιεύσεις του ιδιωτικού τομέα την τελευταία διετία συνδέονται με την έντονη αύξηση των καθαρών αποταμιεύσεων του δημόσιου τομέα. Από την ανάλυση αυτή προκύπτουν δυο συμπεράσματα: 1. Η έντονη δημοσιονομική προσαρμογή οδηγεί σε συρρίκνωση των καθαρών αποταμιεύσεων του ιδιωτικού τομέα και σε στέρηση ιδιωτικών πόρων για πραγματικές επενδύσεις και 2. Περισσότεροι πόροι πρέπει να διοχετευθούν σε δημόσιες επενδύσεις ώστε να λειτουργήσουν πολλαπλασιαστικά.
(γ) Λύση του προβλήματος των Μη Εξυπηρετούμενων Ανοιγμάτων (ΜΕΑ): Οι τράπεζες αδυνατούν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη διότι ασχολούνται με την διαχείριση των προβληματικών δανείων. Παρά τις έντονες προσπάθειες για την μείωση τους, οι δείκτες ΜΕΑ ως ποσοστό του συνολικού δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Για να επιτύχουμε σημαντική πρόοδο στη μείωση των δεικτών, χρειάζονται πιο δραστικά μέτρα. Στα μέτρα αυτά εντάσσεται και η πρόσφατη πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για την δημιουργία ενός Οχήματος Ειδικού Σκοπού (SPV) στο οποίο θα μεταβιβαστεί μεγάλο μέρος των προβληματικών δανείων και το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω των αναβαλλόμενων φόρων από τους ισολογισμούς των τραπεζών και από ιδιωτικά κεφάλαια.
Η δημοσιονομική πολιτική
Σύμφωνα με μελέτες της Τράπεζας της Ελλάδος, η αύξηση των φορολογικών συντελεστών την περίοδο 2010-2018 οδήγησε σε σημαντική διόγκωση της παραοικονομίας.
Σύμφωνα με το στέλεχος της ΤτΕ, η ύφεση θα ήταν πολύ πιο ρηχή και σύντομη και η δημοσιονομική προσπάθεια πολύ μικρότερη αν η χώρα είχε καταφέρει να ελέγξει την παραοικονομία.
«Δυστυχώς δεν το καταφέραμε. Σήμερα η πολιτεία προσπαθεί να καταπολεμήσει την παραοικονομία με κατασταλτικά μέτρα. Αυτό είναι αναμφισβήτητα απαραίτητο αλλά δεν επαρκεί. Για να καταπολεμηθεί η παραοικονομία πρέπει συμπληρωματικά να εξαλειφθούν τα κίνητρα που οδηγούν στην απόκρυψη εισοδημάτων. Και αυτά τα κίνητρα δεν είναι άλλα από την υψηλή φορολογία» πρόσθεσε ο ίδιος.
Και συμπλήρωσε πως «πρέπει να αλλάξει το μίγμα της δημοσιονομικής πολιτικής: από φοροκεντρικό σε ένα μίγμα με έμφαση στη μείωση μη παραγωγικών δαπανών. Αυτό είναι μια μεγάλη πρόκληση. Όμως είναι απαραίτητο. Και πιστεύω ότι το δημοσιονομικό κόστος θα είναι μόνο βραχυχρόνιο ενώ μακροχρόνια θα έχει δημοσιονομικό όφελος καθώς θα οδηγήσει σε διεύρυνση της φορολογικής βάσης».
Σημείωσε δε πως «αλλαγή του μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής σημαίνει συγκεκριμένα μείωση φορολογικών συντελεστών εισοδήματος, εταιρικών κερδών και ασφαλιστικών εισφορών. Αυτό είναι αναγκαίο για να γίνει η χώρα ένας ελκυστικός πόλος έλξης επενδύσεων και ανθρώπινου κεφαλαίου, το οποίο συρρικνώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα του brain drain τα χρόνια της κρίσης».