Το δρόμο προς την Δικαιοσύνη παίρνει και η υπόθεση του ΚΕΕΛΠΝΟ. Το πόρισμα της πλειοψηφίας της Εξεταστικής Επιτροπής της Βουλής, το οποίο δόθηκε στα κόμματα, ζητεί να διενεργηθεί περαιτέρω έλεγχος για να διαπιστωθεί αν συγκροτούνται επαρκείς αποχρώσες ενδείξεις για τα εμπλεκόμενα πρόσωπα και αν ναι, να ασκηθούν ποινικές διώξεις. Στο «κάδρο» των ευθυνών μπαίνουν οι πρώην υπουργοί Υγείας επί ΝΔ Άδωνις Γεωργιάδης και Δημήτρης Αβραμόπουλος, καθώς και η σύζυγος του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Ιωάννη Στουρνάρα, Λίνα Νικολοπούλου, όπως και υπάλληλοι του ΚΕΕΛΠΝΟ.
ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ: Για τον κ. Γεωργιάδη και τις προσλήψεις στο ΚΕΕΛΠΝΟ, το πόρισμα οδηγείται στην παραδοχή «ότι για το σύνολο των διαδικασιών πρόσληψης, απασχόλησης και πληρωμής των 23 εργαζομένων, ο τότε αρμόδιος υπουργός Α. Γεωργιάδης ήταν γνώστης τους, δεδομένου ότι αυτός είχε την εκ του νόμου γενική εποπτεία, τον έλεγχο και την ευθύνη. Και τονίζεται ότι ναι μεν η Εξεταστική Επιτροπή δεν μπορεί να διατυπώσει συγκεκριμένες ποινικές κατηγορίες και να τις εξατομικεύσει απολύτως, «μπορεί όμως να περιγράψει παθογένειες και γενικές ευθύνες εκ της θέσεως του Α. Γεωργιάδη ως υπουργού Υγείας, στη θητεία του οποίου έλαβαν χώρα όλες οι προσλήψεις, η απασχόληση, η κατανομή και πληρωμή των “23” εργαζομένων, τονίζοντας ότι εκείνος που εξυπηρετήθηκε και ωφελήθηκε από τις προσλήψεις αυτές ήταν ο ίδιος ως υπουργός Yγείας, στο γραφείο του οποίου απασχολήθηκαν εξ αρχής οι περισσότεροι από αυτούς». Η πλειοψηφία θεωρεί εξ αυτού ότι «βάσιμα θα μπορούσε να ισχυριστεί κανένας ότι το σύνολο των διαδικασιών πρόσληψης και απασχόλησης αυτών των εργαζομένων έγινε αποκλειστικά για να στελεχωθεί το πολιτικό γραφείο του κ. Γεωργιάδη, και όχι οι υπηρεσίες του ΚΕΕΛΠΝΟ, το οποίο και υποχρεώθηκε σε σύνολο νομικών και πραγματικών ενεργειών με απασχόληση ολόκληρου του διοικητικού του δυναμικού, και στο τέλος αυτό πλήρωνε χωρίς να δέχεται τις υπηρεσίες κανενός από τους αυτούς τους εργαζόμενους».
Για όλα αυτά αποδίδεται πολιτική ευθύνη στον κ. Γεωργιάδη, όμως το πόρισμα δεν περιορίζεται εκεί, καθώς διαπιστώνει ότι ο πρώην υπουργός «είναι ο ηθικός αυτουργός όλων όσων με παράνομες πράξεις ή παραλείψεις μεδόθευσαν αυτές τις προσλήψεις των 23, σε μία εποχή που και το υπουργείο υγείας και το ίδιο το ΚΕΕΛΠΝΟ δεν μπορούσαν να προσλάβουν ούτε έναν διοικητικό υπάλληλο, το πρώτο γιατί δεν είχε τη νομική δυνατότητα να το κάνει, το δεύτερο γιατί δεν είχε ανάγκη, όπως δέχεται το πόρισμα του ΜΚΕ». Του αποδίδει μάλιστα ότι ήταν αυτός που «πηδαλιούχησε τη σκέψη, τις ενέργειες και αποφάσεις των διοικητικών υπαλλήλων του ΚΕΕΛΠΝΟ που δρομολόγησαν και πραγματοποίησαν τις διαδικασίες των προσλήψεων αυτών». «Ως βασικός ωφελημένος από την πρόσληψη και απασχόληση των περισσοτέρων στο πολιτικό του γραφείο στου υπουργείο Υγείας, είναι ο ηθικός αυτουργός των μη σύννομων πράξεων και παραλείψεων των διοικητικών υπαλλήλων του ΚΕΕΛΠΝΟ, για τις οποίες ήδη η Εισαγγελία Διαφθοράς έχει ασκήσει ποινική δίωξη σε βάρος τους», αναφέρεται στο πόρισμα.
ΑΒΡΑΜΟΠΟΥΛΟΣ: Ο πρώην υπουργός Υγείας Δ. Αβραμόπουλος εμπλέκεται από την πλειοψηφία στην προμήθεια των θερμικών καμερών λόγω της επιδημίας γρίπης κατά την περίοδο της θητείας του καθώς και σε άλλα θέματα και του αποδίδονται πολιτικές ευθύνες ενώ ζητείται περαιτέρω διερεύνηση και για τυχόν ποινικές. Συγκεκριμένα, εγείρονται «σοβαρές υποψίες αναφορικά με το οικονομικό σκάνδαλο της αγοράς των θερμικών καμερών, υποψίες που έχουν την έννοια, τη σημασία και το εύρος των ενδείξεων κατά την έννοια που αυτές διαγράφονται στον Κ.Π.Δ.» και για αυτό πρέπει να διερευνηθούν οι ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες όλων των εμπλεκομένων προσώπων, «καθώς και του πολιτικού προϊσταμένου του ΚΕΕΛΠΝΟ την επίμαχη περίοδο, του υπουργού Υγείας Δημ. Αβραμόπουλου». Επίσης, θίγεται και το σκέλος του δανείου του ΚΕΕΛΠΝΟ ύψους 225 εκ. ευρώ για τα εμβόλια κατά του ιού της γρίπης, αφού όπως σημειώνεται, «ακόμη και σε αυτό το επίπεδο πραγματικού ή καλλιεργούμενου πανικού, δεν δικαιολογείται σε καμία περίπτωση η απόφαση “προκαταβολικής” παραγγελίας 16 εκατομμυρίων εμβολίων και ο αντίστοιχος δανεισμός και τελικώς επιβάρυνση του Ελληνικού Δημοσίου με 225.000.000,00€». Και τονίζεται ότι «οι πολιτικές ευθύνες για την υπέρμετρη χρέωση του Ελληνικού Δημοσίου με 225εκ € είναι αυταπόδεικτη, τη στιγμή κατά την οποία θα μπορούσε η οικονομική επιβάρυνση να μην ξεπεράσει το 1/15 ή το πολύ το 1/10 του ποσού αυτού». Και συστήνεται να ερευνηθεί «εάν οι πράξεις και οι παραλείψεις αυτές έχουν και ποινικό ενδιαφέρον, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι εάν διαπιστωθεί ότι αυτές ήταν παράνομες, τότε θα ομιλούμε όχι για πολιτικές αλλά για ποινικές ευθύνες (π.χ. απιστία περί την υπηρεσία)».Τον κ. Αβραμόπουλο εμπλέκει το πόρισμα και στην υπόθεση της αγοράς του κτηρίου του ΚΕΕΛΠΝΟ καθώς διαπιστώνει ότι το αποτέλεσμα από την αγορά αυτή ήταν «για ένα κτήριο με αντικειμενική αξία 3 εκ. ευρώ να κοστίσει για το ελληνικό δημόσιο 17,5 εκ., ποσό που ελήφθη κατόπιν δανεισμού με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, και αυτό ήταν σε απόλυτη γνώση και του τότε αρμοδίου υπουργού κ. Αβραμόπουλου».
ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΥ: Όσον αφορά την σύζυγο του κ. Στουρνάρα, το πόρισμα την εμπλέκει στην διαφημιστική καμπάνια του ΚΕΕΛΠΝΟ, όταν το 2014, το υπουργείο Υγείας, στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είχε την υποχρέωση να διοργανώσει συνέδριο e- Health και ο τότε υπουργός Υγείας, Άδωνις Γεωργιάδης «επέλεξε να μην απευθυνθεί στην εταιρεία HIMSS, όπως έκαναν όλα τα άλλα κράτη της Ε.Ε. αλλά με τη “γνωστή” μέθοδο “by pass” χρησιμοποίησε το “μακρύ χέρι” του υπουργείου Υγείας το ΚΕΕΛΠΝΟ». Συγκεκριμένα διαπιστώνεται ότι «ενώ θα μπορούσε κάλλιστα το ίδιο Υπουργείο Υγείας να οργανώσει και να φέρει εις πέρας την συγκεκριμένη δράση προτιμήθηκε το ΚΕΕΛΠΝΟ, ούτως ώστε να παρακαμφθούν οι διαδικασίες των δημόσιων συμβάσεων καθώς το πόσο ήταν άνω των 230.000 € και αναγκαστικά χρειαζόταν ανοιχτός διεθνής διαγωνισμός, και να υλοποιηθεί η ευρωπαϊκή δράση με τη μορφή της απευθείας ανάθεσης, διαδικασία που «προτιμούσε» κατά κόρον το ΚΕΕΛΠΝΟ κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας». Όπως υποστηρίζεται «το “e-Health Forum” χρηματοδοτήθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέσω του Horizon 2020 και έπρεπε να τηρηθούν οι διαδικασίες των δημοσίων συμβάσεων, αντ΄ αυτού προτιμήθηκαν οι διαδικασίες των απευθείας αναθέσεων με τελικό ευνοούμενο την εταιρεία Mindwork η οποία στην ελεγχόμενη περίοδο είχε αναλάβει σειρά έργων από το ΚΕΕΛΠΝΟ. Η εν λόγω εταιρία ανήκει ή είναι συμφερόντων της κ. Νικολοπούλου- Στουρνάρα».
Στο πόρισμα περιλαμβάνονται και άλλες πτυχές της υπόθεσης ΚΕΕΛΠΝΟ όπως ο αντικαρκινικός έρανος και διατυπώνεται το ερώτημα αν πράγματι το συνολικό ποσό του αντικαρκινικού εράνου ανέρχονταν στο ύψος των 6.500.000 ευρώ και αν διατέθηκαν πράγματι και από ποία απολογιστικά στοιχεία αποδεικνύεται ότι διατέθηκαν τα ποσά των 2.000.000 και 1.500.000 ευρώ για το Εθνικό Αρχείο Νεοπλασιών και για εκστρατεία ενημέρωσης κατά του καρκίνου αντίστοιχα.
Επίσης, στο πόρισμα περιλαμβάνεται και η υπόθεση της σύμβασης του ΚΕΕΛΠΝΟ με τον ΟΚΑΝΑ καθώς εντοπίζονται «τεράστιες πρόδηλες πολιτικές ευθύνες και ποινικές» και γίνεται λόγος για «σκάνδαλο διασπάθισης δημοσίου χρήματος μέσω μίας σύμβασης εξ αρχής μη νόμιμης» (αφορούσε το ποσόν των 20 εκ. ευρώ).
Όσον αφορά το έλλειμμα του ΚΕΕΛΠΝΟ, τονίζεται στο πόρισμα ότι ανεξαρτήτως της αδυναμίας των ελεγκτών να ανιχνεύσουν τον τρόπο με τον οποίο σχηματίστηκε το προκύπτον υπόλοιπο των 89 εκατομμυρίων ευρώ -καθώς δεν βρέθηκαν τα παραστατικά εκείνα με τα οποία θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τις εγγραφές των ποσών που εμφανίστηκαν στους απολογισμούς με την ένδειξη “ταμειακά διαθέσιμα”-γεγονός είναι ότι η απόκλιση είναι, όντως, εντυπωσιακή και προβληματίζει ιδιαίτερα». Το ερώτημα που απευθύνει στην Δικαιοσύνη η πλειοψηφία είναι «ποιοι ευθύνονται και με ποιες πράξεις ή παραλείψεις, που αν είναι υπαίτιες τότε μιλούμε για αξιόποινες συμπεριφορές» και ακόμα «γιατί οι αρμόδιοι και του ΚΕΕΛΠΝΟ και του υπουργού Υγείας, που είχε από το νόμο την εποπτεία του και είχαν πλήρη εικόνα των Απολογισμών αυτών, δεν έκαναν ούτε το ελάχιστο, δηλαδή να ζητήσουν είτε πλήρη και σε βάθος έρευνα, είτε εξηγήσεις από τους αρμόδιους του ΚΕΕΛΠΝΟ που είχαν την ευθύνη της διαχείρισης και της σύνταξης των Απολογισμών».
Το πόρισμα μαζί με τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν θα αποσταλεί στην Δικαιοσύνη, «προκειμένου αυτή, με τα μέσα, τα νομικά και ερευνητικά εργαλεία, τις μεθόδους και τις δυνατότητες που έχει από το νόμο, διαθέτει τη γνώση και την εμπειρία να προβεί σε περαιτέρω έλεγχο για το αν όλες οι παραπάνω διαπιστώσεις μας συγκροτούν τις «επαρκείς (αποχρώσες) ενδείξεις», και σε περίπτωση κατάφασής τους να ασκήσει ποινικές διώξεις, εξειδικεύοντας τα αδικήματα και εξατομικεύοντας τις ευθύνες», υπογραμμίζει η πλειοψηφία, επισημαίνοντας ότι «η Δικαιοσύνη ως τελικό αγαθό έχει τον τελευταίο και καθοριστικό λόγο, της έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη και αναμένουμε τις περαιτέρω νόμιμες ενέργειές της».