Αυτή την εβδομάδα θα αποφασιστεί στη συνεδρίαση των υπουργών Εσωτερικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες εάν θα υπάρξει μελλοντικά μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ασύλου.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Μετανάστευσης, Εσωτερικών Υποθέσεων και Ιθαγένειας Δημήτρης Αβραμόπουλος πιέζει να γίνει η συμφωνία: «Ο χρόνος τρέχει», όπως λέει χαρακτηριστικά σε σημερινή του συνέντευξή στην γερμανική εφημερίδα «Die Welt».
«Η Συμφωνία του ΟΗΕ για το μεταναστευτικό δεν αφορά την αύξηση τού αριθμού των μεταναστών προς την Ευρώπη. Πρόκειται για το αντίθετο. Στόχος της (προτεινόμενης) συμφωνίας του ΟΗΕ είναι να προωθήσει την ασφαλή και συντεταγμένη μετανάστευση και να μειώσει την οργανωμένη διακίνηση ανθρώπων. Αυτό θα τα επιτύχουμε εάν συνεργαστούμε στενά με τις αφρικανικές χώρες. Πρόκειται για μια νέα πλατφόρμα πολυμερούς συνεργασίας για τη μετανάστευση. Καμία χώρα και καμία ήπειρος δεν μπορεί να το επιτύχει μόνη της. Όποιος απορρίπτει τη Συμφωνία του ΟΗΕ για το μεταναστευτικό, δεν την έχει μελετήσει επαρκώς», τονίζει ο κ. Αβραμόπουλος.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος εκφράζει τη λύπη του για την απόρριψή της από τουλάχιστον έξι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης «διότι το έγγραφο δεν είναι νομικά δεσμευτικό και κανείς δεν εξαναγκάζει κανέναν να κάνει κάτι». Καλεί δε επειγόντως όλα τα ενδιαφερόμενα κράτη-μέλη της ΕΕ «να επανεξετάσουν την απόρριψη του Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τη μετανάστευση, να το ξανασκεφτούν τις επόμενες ημέρες και να συμφωνήσουν. Αυτό θα ήταν πολύ σημαντικό», όπως λέει, διότι «εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μιλήσει με μία φωνή κατά την υιοθέτηση του Συμφώνου για τη Μετανάστευση του Μαρακές, θα απογοητεύσουμε και θα αποθαρρύνουμε τους Αφρικανούς εταίρους μας.
Ταυτόχρονα, η ΕΕ θα καταστεί ασθενέστερη και πιο ευάλωτη, εάν διασπαστούμε στο ζήτημα της μετανάστευσης. Και τα δύο θα είχαν μετά βεβαιότητος επιζήμιες συνέπειες στην παγκόσμια συντονισμένη διαχείριση και τον έλεγχο της μετανάστευσης. Το Σύμφωνο για τη Μετανάστευση είναι επίσης μια ευρωπαϊκή απάντηση των Ευρωπαίων σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο – κάθε χώρα της ΕΕ πρέπει να είναι παρούσα» όπως τονίζει.
Στο ερώτημα της «Welt» γιατί δεν τον ενοχλεί μόνο η αντίσταση κατά του μεταναστευτικού συμφώνου, αλλά και η αργή εφαρμογή ενός νέου ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, ο κ. Αβραμόπουλος απαντά: «O χρόνος τρέχει. Λόγω των ευρωπαϊκών εκλογών του Μαΐου, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να συμφωνήσει ουσιαστικά μέχρι τον Φεβρουάριο. Διαφορετικά, τα περιθώρια θα είναι στενά. Οι νομοθετικές προτάσεις για ένα κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου θα πρέπει να εγκριθούν σύντομα».
Συγκεκριμένα, «υπάρχουν επτά προτάσεις. Αυτές περιλαμβάνουν ενιαία κριτήρια υποδοχής μεταναστών σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εναρμονισμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση των αιτήσεων ασύλου, καθώς επίσης και συγκρίσιμες συνθήκες υποδοχής, όπως είναι η στέγαση και οι κοινωνικές παροχές, αλλά και η αποζημίωση αλληλεγγύης κατά την υποδοχή των προσφύγων.
Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Ασύλου θα διαθέτει τους απαραίτητους πόρους για να μπορέσει να βοηθήσει ακόμη περισσότερο στην επεξεργασία των αιτήσεων ασύλου και θα διευρύνουμε την πανευρωπαϊκή βάση δεδομένων “Eurodac”, έτσι ώστε να μπορεί να ελέγχεται καλύτερα η μετακίνηση των μεταναστών εντός της ΕΕ».
Για το αν η εναρμόνιση του δικαίου ασύλου θα μπορούσε επίσης να σημαίνει και την απώλεια εθνικών αρμοδιοτήτων στη λήψη αποφάσεων ο κ. Αβραμόπουλος απάντησε: «Καθόλου. Κάθε χώρα εξακολουθεί να αποφασίζει μόνη της εάν θα εγκριθεί αίτηση ασύλου ή θα στείλει πίσω παράτυπους μετανάστες.
Στόχος ενός κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου είναι η αλληλέγγυα κατανομή των προσφύγων εντός της ΕΕ, η συντόμευση των διαδικασιών χορήγησης ασύλου, η αυστηρότερη τιμωρία της κατάχρησης του ασύλου, η παρεμπόδιση της “αγοράς ασύλου” (“Asylshopping“) και η εξασφάλιση κατάλληλων συνθηκών υποδοχής για τους αιτούντες άσυλο. Πρέπει να καταστήσουμε το σύστημα ασύλου ανθεκτικό στις κρίσεις. Μέχρι τώρα δεν είναι», υπογραμμίζει.
Στο ερώτημα πού βρίσκεται το πρόβλημα ο Έλληνας Επίτροπος απαντά: «Oι επτά νομοθετικές προτάσεις είναι όλες διασυνδεδεμένες και στην πραγματικότητα αποτελούν ένα ενιαίο σύνολο. Πέντε προτάσεις θα μπορούσαν να εγκριθούν γρήγορα, για δύο προτάσεις, την αναδιοργάνωση του συστήματος του Δουβλίνου και την εναρμόνιση των διαδικασιών ασύλου, υπάρχει ακόμα ανάγκη συζήτησής τους».
Προσθέτει δε ότι «αυτή η εβδομάδα θα είναι πολύ σημαντική. Χρειαζόμαστε μια φιλόδοξη και ρεαλιστική λύση. Θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τη θέσπιση νέων κανόνων για την κατανομή των προσφύγων, δηλαδή την αναθεώρηση του λεγόμενου συστήματος του Δουβλίνου και τη διαδικασία χορήγησης ασύλου να την θεσπίσουμε αργότερα. Ωστόσο, και τα δύο σημεία πρέπει να παραμείνουν στην κορυφή της λίστας προτεραιοτήτων. Το σημερινό σύστημα του Δουβλίνου είναι νεκρό.
Χρειαζόμαστε επειγόντως κάτι νέο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τα κράτη της πρώτης γραμμής στη Μεσόγειο, όπως την Ιταλία, την Ελλάδα ή την Ισπανία, να αντιμετωπίσουν μόνα την μεταναστευτική κρίση».
Ο κ. Αβραμόπουλος αναφέρει επίσης στη συνέντευξή του στην Welt ότι «το 2017, το 36% των ατόμων που δεν έλαβαν άσυλο στην ΕΕ, επαναπατρίστηκε. Αυτό δεν μας ικανοποιεί. Το 2016, το ποσοστό επιστροφής ήταν ακόμα 45,8%. Τα κράτη-μέλη πρέπει να κάνουν περισσότερα για να επαναπατρίζουν τους παράτυπους μετανάστες. Αυτό πρέπει να είναι μια προτεραιότητα. Το αναμένουν οι πολίτες της ΕΕ».
Στο ερώτημα ποια χρησιμότητα έχουν τα νέα σχέδια επαναπροώθησης μεταναστών που παρουσίασε το Σεπτέμβριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, απαντά: «Πρόκειται για τον εκσυγχρονισμό της εσωτερικής και εξωτερικής διάστασης της πολιτικής επαναπροώθησης.
Στο εσωτερικό πρέπει να φροντίσουμε ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες επαναπροώθησης, να αυξηθεί ο αριθμός των επαναπροωθήσεων και να παρεμποδιστεί η εξαφάνιση των παράνομων μεταναστών [στο εσωτερικό της ΕΕ].
Στο εξωτερικό πρέπει να συνεργαστούμε στενότερα με τις τρίτες χώρες, μέσω της σύναψης συμφωνιών επαναπατρισμού, έτσι ώστε και οι τρίτες χώρες να δέχονται τους παράτυπους μετανάστες. Πρόσφατα συνάψαμε έξι συμφωνίες με το Αφγανιστάν, τη Γουινέα, το Μπαγκλαντές, την Γκάμπια, την Αιθιοπία και την Ακτή Ελεφαντοστού. Συνολικά υπάρχουν τώρα 23 συμφωνίες επαναπροώθησης».
Για το αν ο στόχος της ΕΕ να δημιουργηθεί μια μόνιμη συνοροφυλακή αποτελούμενη από 10.000 άτομα μέχρι το 2020 είναι υπερβολικός ο κ. Αβραμόπουλος είπε: «Η προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ είναι ζωτικής σημασίας εάν θέλουμε να σταματήσουμε την παράτυπη μετανάστευση προς την Ευρώπη. Καμία χώρα δεν μπορεί να το κάνει μόνη της. Διαθέτουμε ήδη ευρωπαϊκή συνοροφυλακή και ακτοφυλακή. Ωστόσο, είδαμε στο παρελθόν ότι είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί, σε εθελοντική βάση, αρκετό προσωπικό και εξοπλισμός για την προστασία των ευρωπαϊκών συνόρων. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είχαμε τη δυνατότητα να εφαρμόσουμε σημαντικά προστατευτικά μέτρα στο παρελθόν. Πέραν τούτου, οι 1.500 συνοροφύλακες που έχουμε μέχρι σήμερα απλώς δεν αρκούν.
Γιατί δεν επαρκούν, ρωτά η εφημερίδα. Και ο κ. Αβραμόπουλος απαντά:
«Η επιλογή του αριθμού των 10.000 μόνιμων συνοροφυλάκων έγινε προσεκτικά βάσει της εμπειρίας μας κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής κρίσης του 2015 και αφού είχαν ληφθεί υπόψη τα πολλαπλά καθήκοντα που πρέπει να επιτελέσουν η Ευρωπαϊκή Συνοροφυλακή και η Ακτοφυλακή.
Διότι δεν πρέπει να φυλάσσουν μόνο χιλιάδες χιλιόμετρα εξωτερικών συνόρων, αλλά να δραστηριοποιούνται επίσης και για την προστασία των συνόρων σε τρίτες χώρες και για τις επαναπροωθήσεις.
Ο αριθμός είναι λογικός. Όλες οι χώρες της ΕΕ επιθυμούν καλύτερη προστασία των συνόρων και θέλουν τώρα να δράσουν γρήγορα και αποφασιστικά.