Το ποσοστό της ολικής νεφοκάλυψης του ουρανού στην Αθήνα παρουσιάζει έντονες διακυμάνσεις από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, όμως παρατηρείται μια γενική αυξητική τάση, που είναι μεγαλύτερη τη θερμή εποχή του έτους και ιδιαίτερα τις βραδινές και μεσημεριανές ώρες.
Αυτό προκύπτει από μια νέα έρευνα, με επικεφαλής τη δρα Δήμητρα Φουντά, κύρια ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος και Βιώσιμης Ανάπτυξης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών (ΕΑΑ), που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό θεωρητικής και εφαρμοσμένης κλιματολογίας «Theoretical and Applied Climatology» και η οποία παρουσιάζει τις διαχρονικές μεταβολές της νέφωσης στην Αθήνα (1882-2012).
Ωστόσο, η αύξηση δεν είναι η ίδια σε όλα τα είδη των νεφών. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 20ου αιώνα και έπειτα, σημειώνεται σημαντική αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των χαμηλών νεφών (σε ύψος έως 2.000 μέτρων) και των υψηλών (άνω των 6.000 μέτρων), σε αντίθεση με τα μεσαία νέφη σε ύψη 2.000 έως 6.000 μέτρων, που έχουν παρουσιάσει μείωση. Η αύξηση στη συχνότητα εμφάνισης των υψηλών νεφών παρατηρείται σε παγκόσμια κλίμακα και αποδίδεται, μεταξύ άλλων, στη συνεχή αύξηση του αριθμού των αεροπορικών πτήσεων.
Τα νέφη που εμφανίζονται πλέον συχνότερα στον Αττικό ουρανό, σύμφωνα με τους ερευνητές, είναι οι σωρείτες (Cumulus) και οι θύσσανοι (Cirrus) το καλοκαίρι, καθώς και οι στρωματοσωρείτες (Stratocumulus) το χειμώνα. Παρατηρείται επίσης μείωση στη συχνότητα επικράτησης των χαμηλών στρωματόμορφων νεφών και αύξηση στην επικράτηση των νεφών ‘κατακόρυφης ανάπτυξης’ (convective), κάτι που έχει καταγραφεί και σε άλλες περιοχές του πλανήτη. Οι αλλαγές αυτές, κατά τους επιστήμονες, είναι πιθανό να συνδέονται με την αστικοποίηση, επηρεάζοντας τη συχνότητα και την ένταση των βροχοπτώσεων.
Τα νέφη, σύμφωνα με τη μελέτη, είναι ένας από τις πιο σημαντικούς παράγοντες που επηρεάζουν το κλίμα, αφού ελέγχουν σε μεγάλο ποσοστό την εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία και την ακτινοβολία που εκπέμπει η Γη προς την ατμόσφαιρα. Όχι μόνο η έκταση της νέφωσης αλλά και το είδος των νεφών παίζουν ρόλο, επειδή επιδρούν με διαφορετικό τρόπο στο ενεργειακό ισοζύγιο ανάμεσα στη Γη και την ατμόσφαιρα.
Ανάλογα με το σχήμα τους, τη σύνθεσή τους και το ύψος τους, τα σύννεφα μπορούν να προκαλέσουν ψύξη (κυρίως) ή θέρμανση στον πλανήτη. Ιδίως τα χαμηλά και ‘παχιά’ νέφη, όπως οι ‘στρωματοσωρείτες’ μειώνουν σημαντικά την εισερχόμενη ηλιακή ακτινοβολία ελαττώνοντας έτσι τη θερμοκρασία. Αντίθετα, τα αραιά νέφη σε μεγαλύτερα ύψη, όπως οι ‘θύσσανοι’, λειτουργούν ως «αέρια του θερμοκηπίου» και ανεβάζουν τη θερμοκρασία.
Μετά τη δεκαετία του 1970 σημαντικές πληροφορίες για τα σύννεφα παρέχουν οι δορυφόροι, ενώ παλαιότερα, σύμφωνα με την κα Φουντά, οι ανθρώπινες παρατηρήσεις αποτελούν τη μοναδική πηγή πληροφόρησης για τις μεταβολές της νέφωσης και τους τύπους των νεφών. Οι πολυετείς χρονοσειρές νέφωσης, π.χ. σε βάθος ενός αιώνα, σπανίζουν παγκοσμίως.
Η Αθήνα είναι από τις λίγες περιοχές στον πλανήτη με συνεχείς παρατηρήσεις νέφωσης από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, οι οποίες πραγματοποιούνται από το ΕΑΑ στο Λόφο των Νυμφών στο Θησείο. Οι παρατηρήσεις αυτές αποτελούν μέρος του ιστορικού κλιματικού αρχείου του Αστεροσκοπείου και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, περιλαμβάνοντας καταγραφή του ποσοστού νεφοκάλυψης και των διαφόρων ειδών νεφών στον ουρανό.
Στη μελέτη συμμετείχαν επίσης ο καθηγητής Παναγιώτης Νάστος (Εργαστήριο Κλιματολογίας & Ατμοσφαιρικού Περιβάλλοντος Τμήματος Γεωλογίας & Γεωπεριβάλλοντος ΕΚΠΑ), ο Φραγκίσκος Πιέρος (ΕΑΑ) και ο επίκουρος καθηγητής Αναστάσης Καλημέρης (Τμήμα Τεχνολόγων Περιβάλλοντος ΤΕΙ Ιονίων Νήσων).
ΑΠΕ-ΜΠΕ