Ο πρόεδρος της ΝΔ παραχώρησε συνέντευξη στην ιταλική τηλεόραση RAI. Η συνέντευξη δόθηκε σε ένα καφέ στο Μπουρνάζι και στο ρεπορτάζ που μεταδόθηκε υπάρχει αναφορά στην απόφαση του Κ. Μητσοτάκη να μεταφέρει τα γραφεία του κόμματος του στο Μοσχάτο για να υπογραμμίσει – όπως είπε – τους δεσμούς της ΝΔ με αδύναμες κοινωνικές ομάδες και με όσους επλήγησαν περισσότερο από την οικονομική κρίση.
Επιπλέον το ρεπορτάζ αναφέρει ότι σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός και η πρώτη ερώτηση που δέχεται ο κ. Μητσοτάκης είναι αν αισθάνεται έτοιμος να κυβερνήσει.
«Είμαστε έτοιμοι και έχουμε ένα συγκεκριμένο σχέδιο για το πως θα βγει η Ελλάδα από αυτή την κρίση, μια κρίση η οποία έχει ήδη κρατήσει 8 χρόνια, έχει ταλαιπωρήσει πάρα πολύ την ελληνική κοινωνία και έχει κυρίως πλήξει τους πιο αδύναμους Έλληνες. Η συνταγή μας είναι μια συνταγή ανάπτυξης. Η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα πολλές επενδύσεις για να δημιουργήσει θέσεις απασχόλησης και για να τονώσει το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων. Χρειάζεται, επίσης, μια νέα συνταγή κοινωνικής συνοχής. Ένα νέο ασφαλιστικό σύστημα το οποίο θα μπορεί να δίνει πραγματική ελπίδα στη νέα γενιά, στα νέα παιδιά, ότι κάποια στιγμή θα πάρουν μια σύνταξη. Και, βέβαια, θα δοθεί πολύ μεγάλη έμφαση στην παιδεία μας. Αυτό το οποίο μπορώ να σας πω, είναι ότι οι νέοι δεν μου ζητούν ούτε επιδόματα ούτε ευκαιριακή απασχόληση στο δημόσιο. Ευκαιρίες μου ζητούν για να φτιάξουν τη ζωή τους», απαντά ο κ. Μητσοτάκης.
Επιπλέον κατηγορεί τον Αλέξη Τσίπρα ότι με ευθύνη του η χώρα βίωσε δύο κρίσεις και όχι μία.
«Διότι η κρίση τελείωνε το 2014, η χώρα είχε αποκαταστήσει την πρόσβαση στις αγορές, τα πράγματα στην οικονομία πήγαιναν καλύτερα. Μετά ήρθε ο κ. Τσίπρας -μας στοίχισε 100 δισ. ευρώ αυτή η περιπέτεια- και συνειδητά υπερφορολόγησε τη μεσαία τάξη. Διέλυσε την παραγωγική οικονομία για να παράγει πλεονάσματα μεγαλύτερα από αυτά τα οποία ζητούσαν οι Ευρωπαίοι πιστωτές. Και βέβαια τα χρειάζεται αυτά τα πλεονάσματα, για να μπορέσει στη συνέχεια, τώρα λίγο πριν από τις εκλογές, να μοιράσει κάποια επιδόματα σε αυτούς που θεωρεί πολιτικούς πελάτες. Αυτή δεν είναι μια συνταγή για να πάει μπροστά η χώρα», υπογραμμίζει.
Εξηγεί επ’ αυτου ότι αυτό φυσικά το καταλαβαίνουν οι αγορές και γι’ αυτό και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στην πολύ δυσάρεστη θέση, να είναι ουσιαστικά αποκλεισμένη από τις αγορές.
Μιλώντας για το θέμα της Ιταλίας εύχεται να μην ακολουθήσει τα βήματα της Ελλάδας.
«Δεν είναι δουλειά μου να παρεμβαίνω στα εσωτερικά ζητήματα της Ιταλίας. Αυτό το οποίο θα πω μόνο, είναι ότι οι ανεδαφικές υποσχέσεις, τα μη ρεαλιστικά προγράμματα συχνά συγκρούονται με την πραγματικότητα. Και η σύγκρουση αυτή με την πραγματικότητα, μπορεί υπό προϋποθέσεις να είναι εξαιρετικά επώδυνη. Από εκεί και πέρα θέλω να πω και κάτι ακόμα. Πολλές φορές, η πολιτική κατάσταση διαμορφώνεται επειδή οι πολιτικοί αντιλαμβάνονται δικαιολογημένα προβλήματα των πολιτών, δικαιολογημένες ανησυχίες, αλλά προτείνουν λύσεις οι οποίες ενδεχομένως να μην είναι ρεαλιστικές. Για παράδειγμα, υπάρχει σήμερα στην Ευρώπη μια μεγάλη ανησυχία για τα ζητήματα της μετανάστευσης. Η Ευρώπη πρέπει να εξασφαλίσει τη φύλαξη των εξωτερικών της συνόρων. Δεν είναι δυνατόν αυτή τη στιγμή να δεχόμαστε ότι μπορεί να έχουμε έναν ενιαίο χώρο ελεύθερης μετακίνησης πολιτών που είναι η ζώνη του Σέγκεν και να μη φυλάσσουμε ταυτόχρονα τα εξωτερικά μας σύνορα. Η Ελλάδα και η Ιταλία είμαστε χώρες εξωτερικά σύνορα της Ευρώπης. Κατά συνέπεια, θέλουμε πολύ μεγαλύτερη ευρωπαϊκή εμπλοκή στη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων. Βλέπω δηλαδή αυτή τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης μέσα από μια αυστηρή προτεραιοποίηση εκείνων των πολιτικών όπου η Ευρώπη μαζί μπορεί να είναι πολύ πιο αποτελεσματική από ό,τι κάθε χώρα ξεχωριστά», σημειώνει.