Υποτίθεται ότι το μοναδικό όπλο απέναντι στη μάστιγα των fake news είναι οι αξιόπιστες ειδήσεις. Tι συμβαίνει όμως όταν μια έγκυρη εφημερίδα όπως ο «Guardian» δημοσιεύει ένα ρεπορτάζ που αποδεικνύεται ότι είναι η επιτομή του fake news;
Στην περίπτωση αυτή δυστυχώς η αξιοπιστία της λεγόμενης σοβαρής δημοσιογραφίας δέχεται καίριο πλήγμα, ενώ ταυτόχρονα εδραιώνεται ακόμα πιο πολύ το αποτρόπαιο καθεστώς των ψευδών ειδήσεων.
Την περασμένη Τρίτη, 27 Νοεμβρίου, ο «Guardian» ετοιμαζόταν να δημοσιεύσει ένα ρεπορτάζ σύμφωνα με το οποίο ο Πολ Μάναφορτ, πρώην επικεφαλής της προεκλογικής εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ, συναντήθηκε τουλάχιστον τρεις φορές με τον ιδρυτή της WikiLeaks, Τζούλιαν Ασάνζ, στην πρεσβεία του Ισημερινού στο Λονδίνο.
Δύο ώρες προτού δημοσιευθεί το «ρεπορτάζ» οι υπεύθυνοι της εφημερίδας επικοινώνησαν με τους δικηγόρους του Ασάνζ και του Μάναφορτ και τους ζήτησαν τα σχόλιά τους.
Σχεδόν αμέσως η WikiLeaks μέσω Twitter διέψευσε κατηγορηματικά ότι υπήρξε οποιαδήποτε συνάντηση μεταξύ των δύο ανδρών.
Μιάμιση ώρα αργότερα ο «Guardian» δημοσίευσε το «ρεπορτάζ» στην ιστοσελίδα του, ενώ στη συνέχεια το συμπεριέλαβε και στην έντυπη έκδοσή του.
Η πρώτη εκδοχή είχε τίτλο «Ο Μάναφορτ είχε μυστικές συνομιλίες με τον Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού».
«Οι πηγές μας αναφέρουν ότι ο Μάναφορτ συνάντησε τον Ασάνζ το 2013, το 2015 και το 2016, την εποχή που ήταν βασικό στέλεχος της προεκλογικής καμπάνιας του Τραμπ» σημειωνόταν στο ρεπορτάζ, χωρίς καμία αναφορά στη διάψευση της WikiLeaks.
Το «ρεπορτάζ» δημοσιεύθηκε σε μια κρίσιμη στιγμή για τον Ασάνζ. Οι βρετανικές αρχές και η κυβέρνηση του Ισημερινού βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, η εξέλιξη των οποίων θα κρίνει καθοριστικά το μέλλον του. Αν παραδοθεί στις βρετανικές αρχές, είναι σχεδόν βέβαιο ότι πολύ σύντομα θα προωθηθεί στις ΗΠΑ, όπου η Δικαιοσύνη ετοιμάζεται να τον υποδεχθεί με βαριά κατηγορητήρια.
Αμέσως μετά τη δημοσίευση και ο Μάναφορτ εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία διέψευδε τις «αποκαλύψεις».
Λίγο αργότερα στην ιστοσελίδα του ο «Guardian» έκανε κάποιες «σιωπηλές» διορθώσεις στο «ρεπορτάζ».
Ο τίτλος έγινε: «Ο Μάναφορτ είχε μυστικές συνομιλίες με τον Ασάνζ στην πρεσβεία του Ισημερινού, αναφέρουν πηγές».
Επίσης προστέθηκε και μία παράγραφος όπου τονιζόταν ότι «δεν είναι σαφές γιατί ο Μάναφορτ θα ήθελε να συναντήσει τον Ασάνζ και τι πιθανόν συζήτησαν. Ωστόσο, η τελευταία συνάντηση θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον Ρόμπερτ Μιούλερ, τον ειδικό εισαγγελέα που ερευνά τη φερόμενη συνεργασία μεταξύ της εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας».
Κατάρρευση της αξιοπιστίας
Είναι εμφανές ότι μετά τις αλλαγές αυτές η οποιαδήποτε αξιοπιστία του «ρεπορτάζ» είχε καταρρεύσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν αναδημοσιεύθηκε από χιλιάδες άλλα μέσα ενημέρωσης.
Μετά την κατακραυγή που προκάλεσε το συγκεκριμένο δημοσίευμα στο Διαδίκτυο ο «Guardian» αναγκάστηκε να εκδώσει ανακοίνωση στην οποία ανέφερε: «Το ρεπορτάζ βασίστηκε σε διάφορες πηγές. Επικοινωνήσαμε με τους εκπροσώπους του Μάναφορτ και του Ασάνζ πριν από τη δημοσίευση, αλλά δεν μας απάντησαν. Εχουμε ανανεώσει το άρθρο ώστε να συμπεριλάβουμε τις διαψεύσεις τους».
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο «Guardian» έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα δεδομένου ότι υπήρξε άμεση και κατηγορηματική διάψευση του ρεπορτάζ από τη WikiLeaks πριν από τη δημοσίευσή του και θα έπρεπε να είχε συμπεριληφθεί στην πρώτη του εκδοχή.
Την επόμενη ημέρα η αμερικανική εφημερίδα «Washington Times» αποκάλυψε ότι σύμφωνα με τα διαβατήρια του Μάναφορτ που έχει στη διάθεσή του ο Μιούλερ, δεν είχε ταξιδέψει στη Βρετανία τις χρονιές που ο «Guardian» ανέφερε ότι συναντήθηκε με τον Ασάνζ.
Οταν οι ψευδείς ειδήσεις εξαπλώνονται στον «σοβαρό Τύπο», τότε δεν κερδίζει η δημοσιογραφία. Οταν τα fake news γίνονται ο κανόνας, η αξιόπιστη ενημέρωση χάνει το οποιοδήποτε νόημά της. Οταν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αλήθεια από το ψέμα, τότε νικάει το ψέμα και όχι η αλήθεια.