Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διακεκριμένος πολιτικός και κοινωνιολόγος με καταγωγή από το Λεβίδι Αρκαδίας, γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 8 Ιουλίου 1876.
Ο Παπαναστασίου, ευρέως γνωστός ως ο Πατέρας της Δημοκρατίας, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες πολιτικές προσωπικότητες του α’ μισού του 20ού αιώνα στη χώρα μας, ένας ενάρετος πολιτικός άνδρας με πρωτοποριακές αντιλήψεις και πραγματικά μεταρρυθμιστικό πνεύμα.
Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολούθως δε (κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα) κοινωνιολογία, φιλοσοφία και οικονομικά σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια (Χαϊδελβέργη, Βερολίνο, Λονδίνο, Παρίσι), δίδοντας έμφαση στα ζητήματα του συνεργατισμού και τις κυρίαρχες συνεταιριστικές αντιλήψεις των αρχών του 20ού αιώνα.
Ο Παπαναστασίου υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της ίδρυσης της Κοινωνιολογικής Εταιρείας, ενώ η πρώτη δημόσια πολιτική παρέμβασή του έλαβε χώρα το 1908, όταν προέβη στη δημοσίευση επιστολής του που έφερε τον τίτλο «Η ελευθερία του λόγου».
Κατά τη διάρκεια της πολιτικής σταδιοδρομίας του, από το 1910 έως το 1936, ο Παπαναστασίου εξελέγη κατ’ επανάληψιν βουλευτής, άσκησε επιτυχώς διάφορα υπουργικά καθήκοντα και ανέλαβε την πρωθυπουργία (1924, 1932) της χώρας.
Στο επίκεντρο της προσοχής και του ενδιαφέροντός του βρίσκονταν πάντα τα κοινωνικά και τα αγροτικά θέματα, καθώς και το ζήτημα της συνεννόησης και συνεργασίας των λαών της Βαλκανικής, με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας στην πολύπαθη αυτήν γωνιά της Ευρώπης.
Ο Παπαναστασίου αγωνίστηκε, μεταξύ άλλων, για τη θεμελίωση του δημοκρατικού κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στις ψυχές των πολιτών, για την επιστημονική και πνευματική ελευθερία, για την αποκατάσταση των ακτημόνων καλλιεργητών και των προσφύγων, για την επικράτηση της δημοτικής γλώσσας, καθώς και για το άνοιγμα της εκπαίδευσης σε όλους τους Έλληνες και σε όλες τις Ελληνίδες.
Ένα από τα πλέον σημαντικά ορόσημα του πολυκύμαντου πολιτικού βίου του Παπαναστασίου αποτέλεσε η δημοσίευση του περίφημου «Δημοκρατικού Μανιφέστου» στις 12 Φεβρουαρίου 1922, λίγους μήνες πριν από την κατάρρευση του Μικρασιατικού Μετώπου και τη Μικρασιατική Τραγωδία, κίνηση που οδήγησε στη σύλληψη και τη φυλάκισή του. Με το εν λόγω μανιφέστο ο Παπαναστασίου και οι ομοϊδεάτες του (Γ. Βηλαράς, Σ. Θεοδωρόπουλος, Π. Καραπάνος, Κ. Μελάς, Δ. Πάζης, Θρ. Πετιμεζάς) επέκριναν την πολιτική που ακολουθούσαν οι τότε φιλοβασιλικές κυβερνήσεις στο Μικρασιατικό Ζήτημα και επέρριπτε στο Στέμμα την ευθύνη για τις εθνικές συμφορές που επέκειντο.
Εξόχως χαρακτηριστικά των αντιλήψεων του Παπαναστασίου είναι τα ακόλουθα αποσπάσματα από το «Δημοκρατικό Μανιφέστο» του:
Η κρισιμότης εις την οποίαν έχουν περιέλθει τα εθνικά μας πράγματα και οι μεγάλοι κίνδυνοι προς τους οποίους φερόμεθα επιβάλλουν περισσότερον από πάντοτε γυμνήν, οσονδήποτε ωμή και αν είναι την αλήθειαν.
Και την αλήθειαν αυτήν, όπως την βλέπομεν και την πιστεύομεν, θεωρούμεν καθήκον μας να διακηρύξωμεν.
[…] Την εξαιρετικήν σοβαρότητα της τοιαύτης δηλώσεως, ανεξαρτήτως της βασιμότητος ή μη των κατά του Βασιλέως ισχυρισμών των Συμμάχων, έκρυψαν από τον λαόν τα κυβερνώντα κόμματα και διά της σκηνοθεσίας του δημοψηφίσματος της 22ας Νοεμβρίου 1920 έρριψαν εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού Έθνους την ευθύνην της παλινορθώσεως του Βασιλέως Κωνσταντίνου, υπέρ της οποίας κανείς πολιτικός, πονών την πατρίδα, δεν επετρέπετο να τα ταχθή, μετά την κατά της Γερμανίας συμμαχικήν νίκην,
Τοιουτοτρόπως εδημιουργήθη εις τον τόπον μας καθεστώς μη απολαύον της εμπιστοσύνης των Συμμάχων, τοσούτο μάλλον, καθόσον τα ίδια κόμματα διά της δουλικής των συμπεριφοράς από του 1915 κατώρθωσαν να παραστήσουν τον Βασιλέα Κωνσταντίνον ως συγκεντρούντα εις τον τόπον την ισχυροτέραν και σταθερωτέραν πολιτικήν δύναμιν, επιβαλλομένην ακόμη και εναντίον σαφώς εκπεφρασμένης διαφόρου λαϊκής θελήσεως.
Έκτοτε επισωρεύονται αι εθνικαί συμφοραί. Η Ελλάς εξέπεσεν από την επίζηλον θέσιν που είχεν εις το πλευρόν των Συμμάχων. Κάθε οικονομική αρωγή εκ μέρους αυτών διεκόπη. Ο Βασιλεύς, επανελθών, δεν ανεγνωρίσθη. Ανεγνωρίσθη όμως ο Κεμάλ και η Κυβέρνησις της Αγκύρας ως νόμιμος και ως κυρίως εκπροσωπούσα την Τουρκίαν. Η Συνθήκη των Σεβρών εγκατελείφθη και όχι μόνον αφέθημεν κατάμονοι να επιβάλωμεν την ειρήνην εις τους Τούρκους, αλλά και περιοριζόμεθα από τους Συμμάχους εις την πολεμικήν μας δράσιν.
Σύμμαχοι Δυνάμεις συνάπτουν συμφωνίας με τους Τούρκους, διευκολύνουν την στρατιωτικήν των ενίσχυσιν και υποστηρίζουν τας πλέον παραλόγους αξιώσεις των.
[…] Η τοιαύτη καταστροφή επήλθε και συνεχίζεται, διότι οι υπεύθυνοι κυβερνήται απέκρυψαν την αλήθειαν από τον λαόν, έταξαν υπεράνω της εθνικής σωτηρίας προσωπικά συμφέροντα της Βασιλείας, όπισθεν των οποίων καλύπτεται ευτελής κομματική ιδιοτέλεια.
Αλλ’ είναι πλέον καιρός, έστω και την υστάτην στιγμήν, να συνέλθωμεν, να πέσουν τα ψεύδη, να επιβληθή το πραγματικόν συμφέρον του Έθνους. Είναι καιρός να εξαρθώμεν όλοι υπεράνω κάθε κομματικής εμπαθείας, κάθε κομματικής βλέψεως.
Είναι υπερτάτη ανάγκη κάθε προσωπικόν συμφέρον της Βασιλείας να υποκύψη αγογγύστως εις το εθνικόν συμφέρον. Αι δημαγωγικαί προσωπολατρείαι και οι βυζαντινισμοί πρέπει να λείψουν. Πρόκειται περί της υποστάσεως του Έθνους, περί του στρατού μας, του τόσον ηρωικώς θυσιαζομένου. Η Ελλάς είναι δημιούργημα του πνεύματος, των μόχθων και των αγώνων των τέκνων της. Δεν είναι βασιλικόν τιμάριον και δεν μπορεί ποτέ να γίνη ανεκτόν να θυσιαστή και το ελάχιστον τμήμα της χάριν προσωπικών βασιλικών συμφερόντων.
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου απεβίωσε στην οικία του, στην Εκάλη, στις 17 Νοεμβρίου 1936.