Για 45η φορά «γιορτάστηκε» η επέτειος της εξέγερσης των φοιτητών ενάντια στην κυβέρνηση των συνταγματαρχών με επεισόδια που μόνο τιμή στο συμβολικό αυτό γεγονός δεν αποδίδουν. Αντίθετα, ανέδειξαν γλαφυρά – για μια ακόμη φορά- τη διάλυση αυτής της κοινωνίας, την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης του κόσμου προς το πολιτικό σύστημα και ένα ξεχαρβαλωμένο κράτος που είναι αδιάφορο και ανίκανο να προβλέψει, να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και αποφασιστικότητα το θέμα και να προστατέψει τον εαυτό του και την κοινωνία.
Αρχικά, οι διαδηλώσεις για την επέτειο είχαν νόημα διότι η Δημοκρατία ήταν φρέσκια και οι αναμνήσεις της Δικτατορίας νωπές. Προοδευτικά όμως το πνεύμα της εναντίωσης προς δικτατορικές καταστάσεις άρχισε να εξασθενεί και οι εκδηλώσεις έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης από πολιτικά κόμματα που στη συνέχεια υποκαταστάθηκαν από πολυάριθμες αυτοδύναμες ομάδες κουκουλοφόρων αυτοαποκαλούμενων «αναρχικών» και «αντιεξουσιαστών», που προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και τρομοκρατία, κυρίως στα Εξάρχεια, και που κανένας πολιτικός σχηματισμός εξουσίας δεν φαίνεται διατεθειμένος να τους εναντιωθεί. Τι άραγε εξέθρεψε αυτές τις ομάδες;
Είναι φανερό ότι τα άτομα αυτά εξωτερικεύουν μια οργή για την αποτυχία του πολιτικού συστήματος που δεν ασχολείται με τη λύση των προβλημάτων της χώρας παρά τα συσσωρεύει. Δεν λύνει ζωτικά προβλήματα όπως της ανεργίας, της Εκπαίδευσης, της Δικαιοσύνης, του αδιάφορου και απηρχαιωμένου και συχνά φθονερού Κράτους, της ασφάλειας, των ναρκωτικών, των σκουπιδιών, της παράνομης μετανάστευσης, της ιατρικής περίθαλψης κλπ. Ασχολείται μόνο με την ψηφοθηρία και τη διαπλοκή και με το πώς να περνάει μέτρα που του υπαγορεύονται απ’ έξω. Διάλογο δεν κάνει κανείς – όλα «λύνονται δημοκρατικότατα» στο ρυθμό του «αποφασίζουμε και διατάζουμε». Γενικά η πλήρης απουσία ουσιαστικού διαλόγου είναι δεδομένη σε όλη τη νεοελληνική κοινωνία και αποτελεί ίσως το μεγαλύτερο εμπόδιο για την ομοψυχία, την ομαδική προσπάθεια και την πρόοδο.
Στη χώρα μας επικρατεί κατ’ εξοχήν η κοινωνική αδικία όταν ο εργαζόμενος στις κρατικές υπηρεσίες (όποτε εργάζεται!) απολαμβάνει μονιμότητα, χαλαρότητα, σχετικά καλή αμοιβή με λιγότερες ώρες εργασίας και άφθονα εργασιακά δικαιώματα σε πλήρη αντίθεση προς τον εργαζόμενο στον ιδιωτικό τομέα. Επί πλέον, ο μισός πληθυσμός πληρώνει και τους φόρους εισοδήματος που δεν πληρώνουν οι υπόλοιποι.
Εδώ και χρόνια η Ελλάδα προσφέρει στην πλειονότητα του πληθυσμού της μόνο φτώχεια, εγκατάλειψη, άγρια φορολογία και αμφίβολες προοπτικές. Και οι κάθε είδους ηγέτες της δίνουν το χειρότερο δυνατό παράδειγμα στον πληθυσμό με την αδιαφορία τους για τα προβλήματα της κοινωνίας και για τους ξενιτευόμενους νέους, με την ξεδιάντροπη διατήρηση των σκανδαλωδών προνομίων τους, τη συνεχή παραβίαση ή παράκαμψη νόμων και θεσμών, την ψευδολογία, τον λαϊκισμό, τη χρησιμοποίηση των σωμάτων ασφαλείας πρωτίστως για την προσωπική τους ασφάλεια, την εκποίηση της δημόσιας περιουσίας και τη διαφαινόμενη διαπλοκή τους με εγχώρια και ξένα οικονομικά συμφέροντα. Δεν προσφέρουν στο λαό κανενός είδους σχεδιασμό και ελπίδα
παρά μόνον απογοήτευση και προσπαθούν να τον ξεγελάσουν, να τον χειραγωγήσουν με κοινωνικούς αυτοματισμούς ή να τον εξαγοράσουν με υποσχέσεις διορισμών και μικροεπιδόματα, επενδύοντας στα δύο κυριότερα κίνητρα του Έλληνα ψηφοφόρου: Στον ατομικισμό και στο φθόνο.
Από την άλλη, ελλείψει και επαρκούς αστυνόμευσης, το έγκλημα αυγατίζει και γίνεται όλο και πιο θρασύ. Οι εγκληματίες, εγχώριοι και εισαγόμενοι, διευθύνουν τις «επιχειρήσεις» τους από τις φυλακές ή τα Σαββατοκύριακα από το σπίτι τους!
Όλα αυτά γίνονται αντιληπτά από τους νέους, οι οποίοι, σε μια τόσο αφιλόξενη πατρίδα, αντιδρούν με διάφορους τρόπους, θεμιτούς και μη. Όσοι μπορούν την εγκαταλείπουν με την αμφίβολη ευχή να επιστρέψουν ίσως κάποτε, προς ικανοποίηση των εκάστοτε κυβερνώντων που έτσι έχουν να αντιμετωπίσουν λιγότερους ανέργους. Όσοι είναι εδώ εγκλωβισμένοι αναγκάζονται να βιοπορισθούν όπως – όπως, συνήθως με όρους απαράδεκτους και, όπως και οι πολυάριθμοι άνεργοι, σωρεύουν οργή. Αρκετοί στρέφονται προς τα ναρκωτικά ή και το μικροέγκλημα. Τα ιατρεία των ψυχιάτρων είναι όλο και πιο απασχολημένα.
Επί 2.000 χρόνια, όλες οι σημαντικές αποφάσεις για τον τόπο αυτό, λαμβάνονταν από ξένους. Έτσι, η κοινωνία αυτή δεν έχει αυτοπεποίθηση και γι’ αυτό έχει ανάγκη να στραφεί προς την προγονολαγνεία. Δεν έμαθε να αυτοδιοικείται παρά μόνο να εξαγοράζει και να εξαγοράζεται, να καλοπιάνει τον ισχυρό ή να αντιδρά ενεργητικά και παθητικά στην κατάφορη αδικία και ανομία. Για το λόγο αυτό, όταν ξεσπάει, επιτίθεται ατελέσφορα πέραν πάσης λογικής επί δικαίων και αδίκων περιφρονώντας νόμους, αξίες και θεσμούς, καταστρέφοντας τη δημόσια και ιδιωτική περιουσία και μουτζουρώνοντας τα πάντα ακαλαίσθητα με σπρέι. Για ορισμένους δε, ο εκ του ασφαλούς κλεφτοπόλεμος με την Αστυνομία έχει γίνει χόμπι για την ανακούφιση πάσης φύσεως ορέξεων (μπαχαλάκηδες).
Δεν πρόκειται βέβαια για διαμαρτυρία με ροπή προς το καλύτερο, διότι δεν υπάρχουν τεκμηριωμένες προτάσεις, παρά μόνον άρνηση και ανάγκη για εκτόνωση. Και η παράσταση κλείνει κάθε φορά με «την προσαγωγή ή σύλληψη» κάποιων ολίγων, οι οποίοι στη συνέχεια αφήνονται ελεύθεροι για να προετοιμάσουν το επόμενο χτύπημα. Και ο λογαριασμός των ζημιών δεν στέλνεται βεβαίως στους πολιτικούς και λοιπούς ηγέτες που είναι και οι κύριοι υπεύθυνοι.
Το χειρότερο είναι πως κανείς δεν αποφασίζει να θεραπεύσει το πρόβλημα διότι η θεραπεία προϋποθέτει αλλαγή συμπεριφορών και νοοτροπίας και αρκετή τόλμη. Ειδικότερα πάντως για το πρόβλημα του Πολυτεχνείου έχει προταθεί και στο παρελθόν να μετατραπεί σε Μουσείο ώστε να εκλείψει το «άσυλο» και ο χώρος να ελέγχεται από την Αστυνομία. Αυτό το φαινομενικά προφανές, απλό και μη πολυέξοδο μέτρο καθώς και τη ριζική αναθεώρηση του θέματος του ακαδημαϊκού ασύλου δεν προθυμοποιείται καμία Κυβέρνηση να τα υλοποιήσει. Το «γιατί» γεννάει κάμποσα ερωτηματικά…
Πάντως, όσο το ήθος και η στάση των πάσης φύσεως ηγεσιών συνεχίζουν ως έχουν, κάθε δυνατό μέτρο θα είναι λύση ασπιρίνης. Ο κόσμος που νοιάζεται για το μέλλον αυτού του τόπου περιμένει από αυτούς ομοψυχία, λιγότερα λόγια και ψέματα, περισσότερα έργα και μια γερή δόση τεκμηριωμένης ελπίδας.