Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε χθες, παρά την υπεραισιοδοξία που καλλιεργεί η κυβέρνηση, δεν αλλάζει τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας. Επιτρέπει μεν στα κυβερνητικά στελέχη, με την ανοχή των Βρυξελλών, να πανηγυρίζουν γιατί δεν κόπηκαν οι συντάξεις και υιοθετούνται τα περισσότερα μέτρα που είχε εξαγγείλει στη Θεσσαλονίκη ο κ. Τσίπρας, αλλά επί της ουσίας είναι μια αντιγραφή του περυσινού προϋπολογισμού.
Διατηρεί τη βασική κυβερνητική επιλογή για υπερπλεονάσματα που επιτρέπουν στη συνέχεια, μια δόση μικρής γαλαντομίας προς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, με το βλέμμα βέβαια πάντα στις επερχόμενες κάλπες. Είναι αξιοσημείωτο ότι για να σωθούν οι συντάξεις περικόπτονται πάλι οι δημόσιες επενδύσεις, ενώ μειώνεται και η επιδότηση σε νέους ανέργους, το μόνο ίσως μέτρο που θα είχε μια συμβολή στη ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας.
Την ίδια ώρα που εξαγγέλλονται μια σειρά παροχές, δεν εξοφλούνται τα ληξιπρόθεσμα χρέη του δημοσίου προς ιδιώτες. Η μείωση της εξοντωτικής φορολογίας παραπέμπεται στο μέλλον, με εξαίρεση μια ελάχιστη μείωση του ΕΝΦΙΑ, ενώ τα φορολογικά έσοδα της επόμενης χρονιάς προβλέπονται αυξημένα κατά ένα δισ. ευρώ.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο ότι η Κομισιόν έδινε την έγκριση της για τον προϋπολογισμό, αλλά δημοσιοποιούσε τις ενστάσεις και την ανησυχία της για την καθυστέρηση των μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας ότι η χώρα έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις και προθεσμίες για την υλοποίηση τους. Παράλληλα κατέγραφε ως αρνητικές της χρηματοοικονομικές εξελίξεις, εννοώντας τις τράπεζες και τα spread που δημιουργούν ένα δύσκολο μακροοικονομικό περιβάλλον που ενισχύεται από «δυνητικές εγχώριες πολιτικές αστοχίες».
Στην ίδια έκθεση υπογραμμίζεται ότι «η υποεκτέλεση δαπανών συνέβαλε στην υπεραπόδοση, αν και αυτό δεν είναι επιθυμητό αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη». Αλλά και στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού αναγνωρίζονται ότι υπάρχουν παράγοντες κινδύνου για την οικονομία οι οποίοι όμως «μετατοπίζονται σταδιακά από το εσωτερικό στο εξωτερικό περιβάλλον».
Προφανώς υπάρχουν οι εξωτερικοί κίνδυνοι,όμως εξίσου απειλητικοί είναι και οι κίνδυνοι που απορρέουν από το προεκλογικό σκηνικό που έχει ήδη στηθεί και ευνοεί τη δημιουργία ενός κλίματος υποσχέσεων και παροχών που μπορεί εύκολα να υπονομεύσουν τη δημοσιονομική ισορροπία.
Επί της ουσίας ο προϋπολογισμός δεν αλλάξει – και δεν μπορεί να αλλάξει – την εικόνα και την προοπτική της οικονομίας. Εξαντλείται σε μια καιροσκοπική μικροδιαχείριση των υπερπλεονασμάτων, αντί να δώσει την απολύτως απαραίτητη ώθηση στην ανάπτυξη. Με αποτέλεσμα να συνεχίσουμε να διαχειριζόμαστε τη μιζέρια μας,αντί να προσπαθούμε να ανασυντάξουμε την παραγωγική βάση της οικονομίας…